Σύμφωνα με τους τριμηνιαίους εθνικούς λογαριασμούς της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), η ελληνική οικονομία, μετά το δεύτερο τρίμηνο 2020 και τη μεγάλη κάμψη λόγω του πρώτου lock-down (μείωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 13,4% σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο 2020), βρίσκεται σε φάση επέκτασης με μειούμενο ποσοστό ανεργίας, ωστόσο με υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (9,7% του ΑΕΠ το 2022), επισημαίνει η Eurobank στην τακτική της έκθεση για την οικονομία.
Αναλυτικά, το τέταρτο τρίμηνο 2022 αποτέλεσε το δέκατο τρίμηνο στη σειρά με θετικό πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης σε τριμηνιαία βάση. Η εν λόγω επίδοση αντανακλάται στην αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 6,4% σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα, υπεραποδίδοντας σε σύγκριση με την Ευρωζώνη (2,4%).
Δύναται να υποστηριχτεί ότι μετά το αρχικό σοκ του πρώτου lockdown, η ανάκαμψη της οικονομίας διήλθε εκ δύο σταδίων. Το πρώτο ήταν αμιγώς τεχνικό και αφορούσε το άνοιγμα των οικονομικών-κοινωνικών δραστηριοτήτων, ενώ το δεύτερο εδράζεται κυρίως στην ορμή της μεταπανδημικής ζήτησης, υποβοηθούμενης σε μεγάλο βαθμό από τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης κατά της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης.
Επιπρόσθετα, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι πόροι αλλά και οι προοπτικές που δημιουργούνται για την οικονομία από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), παράγοντας που ερμηνεύει εν μέρει τη μεγάλη αύξηση των επενδύσεων σε σχέση με το τέλος του 2019 (48,1% για τον ακαθάριστο σχηματισμό πάγιου κεφαλαίου). Ωστόσο, η ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης (κατανάλωση και επένδυση) συνοδεύτηκε από ισχυρή διεύρυνση του εξωτερικού ελλείμματος, με τις εισαγωγές να είναι ενισχυμένες κατά 30,1% σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα και τις εξαγωγές κατά 8,6%.
Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση της Eurostat, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας τα δύο τελευταία χρόνια και η υπεραπόδοσή της έναντι της ΕΕ-27 και της Ευρωζώνης, αντανακλώνται στην ενίσχυση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης από το 62,0% της ΕΕ-27 το 2020 στο 67,8% το 2022.
Πάρα ταύτα, η ελληνική οικονομία βρίσκεται στην τρίτη θέση από το τέλος όσον αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σχέση με την ΕΕ-27. Αυτό το αποτέλεσμα αντικατοπτρίζει τη μείωση της παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής και τη συρρίκνωση του κατά κεφαλήν κεφαλαίου που συντελέστηκαν στην ελληνική οικονομία από την κρίση χρέους μέχρι σήμερα.
Τούτων δοθέντων, υπάρχει ανάγκη για συνέχιση της φάσης επέκτασης της ελληνικής οικονομίας μέσω αύξησης των επενδύσεων και των εξαγωγών. Εξίσου σημαντικό μεσοπρόθεσμα είναι η εξάλειψη του τρέχοντος υψηλού ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το 2009 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδος ήταν στο 95,3% της ΕΕ-27, εντούτοις, όπως αποδείχτηκε, αυτός ο βαθμός σύγκλισης δεν ήταν διατηρήσιμος λόγω των μεγάλων ανισορροπιών.