Στον στόχο που έχει θέσει για επαναφορά του πληθωρισμού στο 2% παραμένει πρωσηλωμένη η Fed, επανέλαβε για μια ακόμη φορά ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ Τζερόμ Πάουελ την Τετάρτη, προσθέτοντας ωστόσο ότι τα επόμενα βήματα όσον αφορά τα επιτόκια θα καθοριστούν από τα οικονομικά στοιχεία, επιβεβαιώνοντας την αλλαγή ρητορικής που σηματοδότησε λίγο πριν και η ανακοίνωση της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοικτής Αγοράς (FOMC).
Κατά τη διάρκεια της καθιερωμένης συνέντευξης Τύπου μετά τη διήμερη συνεδρίαση της FOMC και την απόφαση για αύξηση επιτοκίων κατά 025%, τόνισε ότι η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ θα καθορίσει τον ρυθμό της μελλοντικής σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής ανάλογα με το τι θα δείξουν τα οικονομικά δεδομένα. "Κοιτάζοντας μπροστά, θα ακολουθήσουμε μια προσέγγιση που θα εξαρτηθεί από τα οικονομικά δεδομένα για να προσδιορίσουμε τον βαθμό στον οποίο μπορεί να είναι κατάλληλη η πρόσθετη σύσφιξη πολιτικής", ανέφερε χαρακτηριστικά. Πρόσθεσε, δε, ότι η Fed θα μπορούσε να προχωρήσει και σε νέες αυξήσεις επιτοκίων εάν τα οικονομικά στοιχεία δείξουν ότι αυτό είναι που χρειάζεται. "Είμαστε έτοιμοι να κάνουμε περισσότερα εάν χρειαστεί να αυστηρότερη περιοριστική νομισματική πολιτική", ανέφερε ο Πάουελ.
Άλλωστε, όπως σημείωσε, ακόμη ο πληθωρισμός βρίσκεται αρκετά υψηλότερα του στόχου του 2% και παρότι έχει μετριαστεί κάπως σε σχέση με τα μέσα του προηγούμενου έτους, παρ' όλα αυτά οι πληθωριστικές πιέσεις παραμένουν ισχυρές, κι ως εκ τούτου η διαδικασία χαλιναγώγησης των τιμών πρέπει να συνεχιστεί. Ανέφερε μάλιστα ότι για την εξομάλυνση των πληθωριστικών πιέσεων υπάρχει ακόμη πολύ δρόμος, προσθέτοντας όμως ότι η κεντρική τράπεζα θέλει να επιτύχει τον στόχο της διασφαλίζοντας παράλληλα τη μέγιστη δυνατή απασχόληση και την ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.
O Πάουελ επισήμανε, ωστόσο, ότι η Fed βλέπει τα αποτελέσματα της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής της, ειδικότερα στον τομέα των ακινήτων και των επενδύσεων, επισημαίνοντας ωστόσο θα απαιτείται χρόνος μέχρι να καταγραφεί στην οικονομία ο πλήρης αντίκτυπος της νομισματικής σύσφιξης. Διευκρίνισε δε, ότι κατά τη συνεδρίαση δεν ελήφθη καμία απόφαση για παύση των αυξήσεων επιτοκίων, αλλά τόνισε ότι η αλλαγή ρητορικής στην ανακοίνωση της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοικτής Αγοράς (FOMC) σχετικά με τη μελλοντική πολιτική σύσφιξης είναι "εύλογη”.
Η δήλωση του επικεφαλής της Fed ψαλιδίζει τις προσδοκίες αναλυτών και επενδυτών που φαίνεται να εκτιμούν ότι αυτή είναι η τελευταία αύξηση των επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, ευελπιστώντας μάλιστα ότι σύντομα θα ξεκινήσει η αποκλιμάκωση των επιτοκίων. Αυτό το τελευταίο, μάλιστα, ο επικεφαλής της Fed απέκλεισε ότι θα μπορούσε να συμβεί σύντομα. "Εάν τα μέλη της Fed έχουν δίκιο, ίσως χρειαστεί λίγος χρόνος έως ότου να μοιάζουν εύλογες οι μειώσεις των επιτοκίων. Εμείς στην Επιτροπή θεωρούμε ότι ο πληθωρισμός δεν θα μειωθεί τόσο γρήγορα", ανέφερε και πρόσθεσε: "Θα χρειαστεί χρόνος. Και αν αυτή η πρόβλεψη είναι σωστή σε γενικές γραμμές, δεν θα ήταν σκόπιμο να μειώσουμε τα επιτόκια και δεν θα το κάνουμε".
Εξήγησε, δε, ότι η ζήτηση και οι συνθήκες στην αγορά εργασίας πιθανότατα θα πρέπει να εξασθενίσουν περαιτέρω ώστε να καταγραφεί πρόοδος και στην υπόλοιπη οικονομία πέραν της στέγασης και άρα να κριθούν "κατάλληλα" τυχόν μειώσεις των επιτοκίων.
Αναφερόμενος στην εξέλιξη της αμερικανικής οικονομίας επανέλαβε την εκτίμησή του ότι είναι εφικτή η αποφυγή μιας ύφεσης. Όπως εξήγησε, τα πρώτα σημάδια αποδυνάμωσης της αγοράς εργασίας υποδηλώνουν ότι η πιθανότητα για μια "ήπια προσγείωση" της οικονομίας παραμένει στο τραπέζι.
"Δεν μπορεί κανείς να το υποσχεθεί, αλλά νομίζω ότι είναι πιθανό να συνεχιστεί η αποδυνάμωση της αγοράς εργασίας χωρίς μεγάλη αύξηση της ανεργίας που παρατηρήθηκε σε προηγούμενους κύκλους", τόνισε χαρακτηριστικά.
Πρόσθεσε, δε, ότι ο ρυθμός αύξησης των μισθών έχει επιβραδυνθεί και αυτό είναι καλό σημάδι, καθώς έχει διαμορφωθεί σε πιο βιώσιμα επίπεδα. "Νομίζω ότι το ενδεχόμενο αποφυγής της ύφεσης είναι κατά την άποψή μου πιο πιθανό από αυτό της ύφεσης", τόνισε.
Σχετικά με τις πρόσφατες αναταράξεις στον τραπεζικό τομέα των ΗΠΑ, εμφανίστηκε καθησυχαστικός, επισημαίνοντας ότι οι συνθήκες στον κλάδο έχουν βελτιωθεί σε σύγκριση με τις αρχές Μαρτίου, διαμηνύοντας ότι το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα παραμένει ισχυρό.
Χαρακτήρισε, μάλιστα, "εξαίρεση" την εξαγορά της First Republic Bank από την JPMorgan. "Πιστεύω ότι είναι μάλλον καλή πολιτική το ότι δεν θέλουμε οι μεγαλύτερες τράπεζες να κάνουν μεγάλες εξαγορές", είπε. "Αυτή είναι η πολιτική, αλλά εδώ πρόκειται για μια εξαίρεση, για μια τράπεζα που πτωχεύει, και νομίζω ότι είναι στην πραγματικότητα ένα καλό αποτέλεσμα για το τραπεζικό σύστημα", ανέφερε χαρακτηριστικά. Εάν μια άλλη περιφερειακή τράπεζα εξαγόραζε τη First Republic θα ήταν επίσης θετικό το αποτέλεσμα, πρόσθεσε.