Καμπανάκι για προεκλογικές εξαγγελίες με σημαντικό δημοσιονομικό αντίκτυπο χτυπά ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας. «Δεν υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος στην Ελλάδα για να χωρέσουν όλες αυτές οι εξαγγελίες που γίνονται προεκλογικά. Αν κοστολογήσουμε ορθά αυτά τα οποία λέγονται, ξεπερνάμε κατά πολύ τον όποιο δημοσιονομικό χώρο», επισημαίνει ο κεντρικός τραπεζίτης 11 ημέρες πριν τις εκλογές, σε μια εφ΄ όλης της ύλης συνέντευξή του στην «Ημερησία».
Ο Διοικητής της ΤτΕ συνιστά προσοχή. «Έχουμε ακόμα το υψηλότερο χρέος στην Ευρώπη ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Δεν έχουμε πάρει ακόμα επενδυτική βαθμίδα. Δεν έχουμε πετύχει ακόμα πρωτογενές πλεόνασμα - κυκλικά διορθωμένο - 2% του ΑΕΠ που απαιτείται για να εξασφαλίσουμε μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους», επισημαίνει, προσθέτοντας πως «απέχουμε ακόμα από το άριστο, τόσο στον δημοσιονομικό τομέα, αλλά και στον τομέα των μεταρρυθμίσεων».
Ένας από τους λόγους, για τους οποίους «δεν μπορούμε αυτή τη στιγμή να κάνουμε παροχές του μεγέθους αυτών που προτείνονται, είναι διότι από το 2024 θα έχουμε ένα νέο δημοσιονομικό πλαίσιο, το οποίο σήμερα δεν υπάρχει», παρατηρεί.
Μιλά για τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις με πρώτο και κύριο την αύξηση της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού στην αγορά εργασίας. Αναφέρεται, επίσης, στις καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης, το ελλιπές Κτηματολόγιο, την ανεπαρκή ψηφιοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων, τις στρεβλώσεις στην αγορά ενέργειας, για να καταλήξει πως «έχουμε ακόμα δρόμο μπροστά μας».
Κληθείς να σχολιάσει το πώς επηρεάζεται η οικονομία από τον εκλογικό κύκλο που είναι σε πλήρη εξέλιξη, παρατηρεί πως αυτό που χρειάζεται η ελληνική οικονομία «είναι μια σταθερή κυβέρνηση μακράς πνοής, που να μπορεί να πάρει τις αποφάσεις που απαιτούνται. Και για να πάρουμε την επενδυτική βαθμίδα αλλά κυρίως να την διατηρήσουμε και - γιατί όχι - να πάμε πάνω από αυτή». Μάλιστα προσθέτει: «Γιατί μόνο επενδυτική βαθμίδα; Η επενδυτική βαθμίδα είναι το όριο. Θα έλεγα ότι είναι το κατώφλι, και πρέπει να ανεβούμε πάνω από αυτό».
Δηλώνει αισιόδοξος για την ελληνική οικονομία, «όλοι οι δείκτες το πιστοποιούν αυτό», λέει, κάνοντας λόγο για «αύξηση επενδύσεων, άμεσων και έμμεσων» αλλά και για «ραγδαία δημοσιονομική βελτίωση από την πανδημία και μετά».
Αναφερόμενος στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εκτιμά πως θα είναι 7% του ΑΕΠ φέτος. «Δεν πρέπει να υπάρξουν μέτρα που επιδεινώνουν βραχυπροθέσμως την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και δεν πρέπει να υπάρξουν μέτρα που χειροτερεύουν μακροπροθέσμως την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Κυρίως μέτρα που θίγουν το τρίγωνο της γνώσης, δηλαδή το τρίγωνο που αποτελείται από την παιδεία, την έρευνα και την καινοτομία».
Σχετικά με τα επιτόκια, εκτιμά πως βρισκόμαστε κοντά στο τέλος του ανοδικού κύκλου, χωρίς όμως να μπορούμε ακόμη να προσδιορίσουμε πόσες αυξήσεις επιτοκίων χρειαζόμαστε. Πάντως μέσα στο 2023 θα έχουμε τελειώσει. Αφήνει, πάντως, ανοιχτό το παράθυρο επιστροφής κάποια στιγμή στο μέλλον σε μηδενικά επιτόκια.
Για την τραπεζική κρίση, ο ίδιος εκφράζει την εκτίμηση ότι η πιθανότητα να μεταφερθεί στην Ευρώπη είναι πολύ μικρή, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα την πεποίθησή του για την ισχύ των ελληνικών τραπεζών, οι οποίες «είναι καλά κεφαλαιοποιημένες, έχουν καλούς δείκτες ρευστότητας, εποπτεύονται αυστηρά, υφίστανται δοκιμασίες ακραίων καταστάσεων πολύ συχνά».
Δεν αποκλείει μάλιστα να επιστρέψουμε και σε μηδενικό πληθωρισμό, αν εκλείψουν από την παγκόσμια οικονομία οι κλυδωνισμοί του πολέμου και της πανδημίας. Πάντως ο στόχος του 2% θα πρέπει να αναμένεται το 2025 στην Ευρωζώνη. Αναφορικά με τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την προστασία των δανειοληπτών και την αποφυγή μιας νέας γενιάς κόκκινων δανείων, λέει πως «εξαντλούν τον εποπτικό χώρο που υπήρχε». Δεν βλέπει, πάντως, οι όποιες νέες αθετήσεις να δημιουργούν πρόβλημα στις τράπεζες, καθώς «η πρόοδος που έχει επιτευχθεί μέχρι τώρα δεν αναμένεται να ανατραπεί».