Πάνω από μια δεκαετία αφότου τα προγράμματα διάσωσης και τα μέτρα λιτότητας τράβηξαν την Ελλάδα από το χείλος της χρεοκοπίας και την έξοδο από την ευρωζώνη, η χώρα ανέκαμψε και βρίσκεται στο κατώφλι της ανάκτησης της επενδυτικής της βαθμίδας, σημειώνουν σε δημοσίευμά τους οι Financial Times.
Ο S&P άλλαξε πρόσφατα την προοπτική του για τη χώρα από σταθερή σε θετική. Πολλοί, συμπεριλαμβανομένου του διοικητή της κεντρικής τράπεζας της χώρας, αναμένουν ότι η αναβάθμιση θα γίνει μετά τις εκλογές της 21ης Μαΐου, εάν η νέα κυβέρνηση συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις και διατηρήσει την πολιτική σταθερότητα.
Το κυβερνών συντηρητικό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας έχει προβάδισμα πέντε έως έξι μονάδων στις δημοσκοπήσεις μπροστά από τον ΣΥΡΙΖΑ, το ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα της αντιπολίτευσης. Ωστόσο, αναμένεται να δυσκολευτεί να σχηματίσει κυβέρνηση μετά τον πρώτο γύρο των εκλογών, με τους Έλληνες να επιστρέφουν για δεύτερο γύρο τον Ιούλιο.
Ο Φωκίων Καραβίας, διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, δήλωσε ότι η επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα -με την οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα όχι μόνο το κόστος δανεισμού της κυβέρνησης αλλά και των τοπικών τραπεζών και επιχειρήσεων- θα σηματοδοτούσε «τη μεγαλύτερη ανατροπή στο ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα».
«Υπήρχαν πολλές φωνές που ζητούσαν την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Υποστήριζαν ότι το χρέος της χώρας δεν θα ήταν ποτέ βιώσιμο, ότι θα είναι αδύνατο να επιτευχθούν πρωτογενή πλεονάσματα και ότι το τραπεζικό της σύστημα δεν θα μπορέσει να μειώσει το απόθεμα κόκκινων δανείων», είπε. «Στο τέλος, τίποτα δεν είναι αδύνατο».
Οπως σημειώνουν οι FT, μετά από χρόνια ως το προβληματικό παιδί της Ευρώπης, η ανάπτυξη στην Ελλάδα πλέον εκτοξεύεται. Η οικονομία πραγματοποίησε μία από τις ισχυρότερες ανακάμψεις από την πανδημία Covid-19, με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν να αυξάνεται κατά 8,4% το 2021 και 5,9% πέρυσι.
Το να φτάσουμε σε ένα σημείο όπου η επανένταξη στο κλαμπ επενδυτικής βαθμίδας - ένα καθεστώς που απονέμεται από την S&P σε μόλις 70 χώρες - θα γινόταν μια πραγματική πιθανότητα ήταν δύσκολο.
Τα επώδυνα μέτρα λιτότητας έχουν αφήσει το στίγμα τους σε μια χώρα που έχει πλέον ένα από τα υψηλότερα ποσοστά σχετικής φτώχειας στην ΕΕ. Στα 832 ευρώ το μήνα, ο κατώτατος μισθός της χώρας είναι 30 ευρώ χαμηλότερος από ό,τι ήταν το 2010. Σε πραγματικούς όρους, ο μέσος μισθός είναι περίπου ένα 25% μικρότερος από ό,τι ήταν πριν από 12 χρόνια.
Η παραγωγή της Ελλάδας παραμένει σημαντικά κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα. Ο Γιώργος Χουλιαράκης, οικονομικός σύμβουλος του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, πιστεύει ότι η επιστροφή στην κορυφή «χρειάζεται ακόμη μια δεκαετία», ενώ μόνο «ένα σοβαρό πολυετές επενδυτικό σχέδιο σε ανθρώπινο κεφάλαιο, βασικές υποδομές και υπηρεσίες υγείας» θα ενισχύσει τους μισθούς.
«Πολλά νοικοκυριά νιώθουν την πίεση από τις υψηλότερες τιμές στα τρόφιμα, την ενέργεια και άλλα βασικά αγαθά», δήλωσε ο Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ.
Οι μεταρρυθμίσεις όχι μόνο σταθεροποίησαν μια οικονομία που ήταν σε ελεύθερη πτώση αλλά οδήγησαν και σε ορισμένες πραγματικές βελτιώσεις. Το κυριότερο μεταξύ αυτών είναι το εμπόριο: Μεταξύ 2010 και 2021, οι εξαγωγές αγαθών της χώρας αυξήθηκαν κατά 90%, έναντι 42% στη ζώνη του ευρώ συνολικά.
«Το μεγαλύτερο success story της Ελλάδας την τελευταία δεκαετία είναι οι εξαγωγές», δήλωσε ο Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας της Ελλάδος. Ωστόσο, ένας μεγάλος παράγοντας ήταν οι περικοπές στους μισθούς, πρόσθεσε. «Το τίμημα αυτής της βελτίωσης ήταν υψηλό».
Ο πόνος τώρα αρχίζει να αποδίδει.
Μετά την άνοδο στο 206% κατά τη διάρκεια της πανδημίας, το ελληνικό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε στο 171% πέρυσι, το χαμηλότερο επίπεδό του από το 2012 - ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ρυθμούς μείωσης του χρέους στον κόσμο. Αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται το 2023, υποβοηθούμενο από τον υψηλό πληθωρισμό.
«Καταρχήν, οι κερδισμένοι από τον υψηλό πληθωρισμό είναι εκείνοι με πολλά έσοδα που συνδέονται με τον πληθωρισμό και όχι πολλές υποχρεώσεις που συνδέονται με τον πληθωρισμό», δήλωσε ο Chris Jeffery, στέλεχος στη Legal & General Investment Management. Η χώρα είναι επίσης σχετικά λιγότερο εκτεθειμένη σε υψηλότερο περιφερειακό κόστος δανεισμού, καθώς η μέση διάρκεια του χρέους της είναι 20 χρόνια, σε σύγκριση με τα επτά χρόνια για μία μέση προηγμένη οικονομία.
«Το ελληνικό ονομαστικό ΑΕΠ έχει πλέον αυξηθεί πάνω από 25% τα τελευταία δύο χρόνια. Το ονομαστικό χρέος έχει αυξηθεί μόλις 4%», είπε ο Jeffrey. «Μια περαιτέρω μεγάλη βελτίωση [στον λόγο χρέους προς ΑΕΠ] είναι πιθανή φέτος, φέρνοντας σύντομα μια αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα».
Η Covid βοήθησε στην αύξηση των εσόδων αναγκάζοντας τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν τις πιο εύκολες ηλεκτρονικές πληρωμές καθώς τα καταστήματα έκλεισαν. «Η οικονομική δραστηριότητα που ήταν στο σκοτάδι έχει πλέον αποκαλυφθεί και φορολογηθεί», είπε ο κ. Μαλλιαρόπουλος.
Η Ελλάδα επωφελήθηκε επίσης από την αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων, ενισχύθηκαν 50% πέρυσι, στο υψηλότερο επίπεδό τους από τότε που άρχισαν να διατηρούνται αρχεία το 2002. Το Ταμείο Ανάκαμψης μετά την πανδημία της ΕΕ πρόκειται να παράσχει 30,5 δισ. ευρώ επιχορηγήσεων και δανείων στην Ελλάδα έως 2026, ίσο με το 18% του τρέχοντος ΑΕΠ.
Ο τουρισμός - ο μεγαλύτερος τομέας της ελληνικής οικονομίας, που αντιπροσωπεύει περίπου το 20% του ΑΕΠ - ανέκαμψε πέρυσι φτάνοντας το 97% του επιπέδου που ήταν πριν από την πανδημία. Οι ξένοι όχι μόνο κάνουν τις διακοπές τους στη χώρα αλλά επενδύουν σε μεγάλο βαθμό σε ακίνητα. Οι πωλήσεις ακινήτων σε αγοραστές στο εξωτερικό ήταν σχεδόν τέσσερις φορές υψηλότερες πέρυσι από ό,τι το 2007, φτάνοντας σχεδόν τα 2 δισ. ευρώ.