Την πιθανότητα επιβράδυνσης των μεταρρυθμίσεων με αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία βάζει η Moody's θέτοντας ως παράγοντα αποσταθεροποίησης μία ασταθή κυβέρνησης ή ενδεχόμενο πολιτικό αδιέξοδο από το εκλογικό αποτέλεσμα της ερχόμενης Κυριακής στην Ελλάδα. Ο οίκος αξιολογησης επισημαίνει πως η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας στηρίζεται στο ισχυρό ιστορικό επίτευξης δημοσιονομικών στόχων τα τελευταία χρόνια και την επιταχυνόμενη δυναμική μεταρρυθμίσεων που έχει σημειωθεί από το 2019.
Όπως σημειώνει η Moody’s, μετά τις γενικές εκλογές του Ιουλίου 2019 έχει προκύψει μία πιο σταθερή εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Για πρώτη φορά από το 2009, ένα μόνο κόμμα – η Νέα Δημοκρατία – έλαβε την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στο κοινοβούλιο. Κατά την Moody’s οι επόμενες κυβερνήσεις θα πρέπει να ακολουθήσουν συνετές δημοσιονομικές πολιτικές και να εφαρμόσουν περαιτέρω θεσμικές και διαρθρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, όπως συμφωνήθηκε με τους πιστωτές. Ο σχηματισμός κυβέρνησης μετά τις εκλογές - που πιθανότατα θα διεξαχθούν σε δύο γύρους - θα είναι δύσκολος, όπως σημειώνει, με βάση τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, γεγονός που ενέχει τον κίνδυνο επιβράδυνσης της μεταρρυθμιστικής δυναμικής.
Ο οίκος τονίζει πως το πιστωτικό προφίλ και η αξιολόγηση της Ελλάδας υποστηρίζονται από το ισχυρό ιστορικό επίτευξης δημοσιονομικών στόχων τα τελευταία χρόνια, την ισχυρή στήριξη από τους θεσμούς της ευρωζώνης και μία επιταχυνόμενη δυναμική μεταρρυθμίσεων από το 2019, γεγονός που οδήγησε σε ορατές βελτιώσεις στους θεσμούς και τη διακυβέρνηση καθώς και στον τραπεζικό τομέα. Ενώ η επιβάρυνση του δημόσιου χρέους είναι πολύ υψηλή, η Ελλάδα επωφελείται από μια ευνοϊκή δομή χρέους και ένα μεγάλο ταμειακό απόθεμα.
Η σημερινή κυβέρνηση έχει αρχίσει να αντιμετωπίζει ορισμένες από τις διαρθρωτικές προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας, ιδίως εκείνες που συνδέονται με τις χαμηλές επενδύσεις, μειώνοντας τους αυξημένους φορολογικούς συντελεστές στην Ελλάδα, χαλαρώνοντας τους επιχειρηματικούς κανονισμούς, βελτιώνοντας το πλαίσιο αδειοδότησης επενδύσεων και προωθώντας τις ιδιωτικοποιήσεις, επισημαίνει η Moody’s.
Πρωτοπόρος η Ελλάδα στο Ταμείο Ανάκαμψης
Η Ελλάδα συγκαταλέγεται επίσης μεταξύ των πρωτοπόρων στην εφαρμογή ορόσημων και στόχων σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Ενώ θα απαιτηθεί δέσμευση πολλών ετών για να αποκομιστούν πλήρως τα οφέλη των θεσμικών αλλαγών που είναι σε εξέλιξη, για τη δημιουργία μιας σύγχρονης και αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης, αυτές οι βελτιώσεις αρχίζουν να αντικατοπτρίζονται στους δείκτες διακυβέρνησης, όπως τονίζει ο οίκος.
Η αποτελεσματική απορρόφηση κεφαλαίων στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης θα είναι επίσης κρίσιμη για την ενίσχυση των επενδύσεων και της μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης. "Εκτιμούμε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να δει μια ώθηση στον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξής της περίπου 0,4% ετησίως έως το 2030 μόνο από τα κεφάλαια του RRF", επισημαίνει η Moody’s.
Παρά τις σημαντικές βελτιώσεις, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αντιμετωπίζει ωστόσο σημαντικές προκλήσεις.
Προκλήσεις
Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία δέκα χρόνια, αλλά παραμένει ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, ιδίως για τους νέους και τις γυναίκες. Η εισοδηματική ανισότητα είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ και παρά τις βελτιώσεις των τελευταίων ετών, το ποσοστό των ατόμων που κινδυνεύουν από τη φτώχεια είναι συγκριτικά υψηλό.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει επίσης ένα εξαιρετικά δυσμενές δημογραφικό προφίλ, τονίζει ο οίκος, το οποίο επιδεινώθηκε από τη μετανάστευση μεγάλου ποσοστού νέων και καλά μορφωμένων κατά τα χρόνια της κρίσης. Το μερίδιο του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας στο σύνολο του πληθυσμού θα συρρικνωθεί σχεδόν κατά εννέα ποσοστιαίες μονάδες έως το 2050, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Eurostat. Αυτός είναι ο βασικός λόγος πίσω από τη συγκριτικά αδύναμη μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη, την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβλεψε σε 1,2% για την περίοδο 2019 έως 2070 στην Έκθεση για τη Γήρανση του 2021 (Ageing Report).
Το πολύ μεγάλο ταμειακό απόθεμα της κυβέρνησης και η μεγάλη μέση ληκτότητα του χρέους, καθώς και ο σχετικά πιο περιορισμένος αντίκτυπος στο κόστος χρηματοδότησης από τη νομισματική σύσφιξη δεδομένης της αντιστάθμισης του επιτοκιακού κινδύνου, κρατούν περιορισμένο τον κίνδυνο ρευστότητας για τη χώρα, προσθέτει ο οίκος. Οι ανάγκες αναχρηματοδότησης του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι χαμηλές για πολλά χρόνια ως αποτέλεσμα της δέσμευσης των πιστωτών της ζώνης του ευρώ να εξασφαλίσουν διαχειρίσιμες ακαθάριστες δανειακές ανάγκες μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα, ενώ αναμένεται η ΕΚΤ να συνεχίσει να στηρίζει τη χώρα.
Ωστόσο, η Ελλάδα παραμένει ευάλωτη στους εξωτερικούς κίνδυνους, κατά τον οίκο. Πριν από την πανδημία, η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει σημαντικά το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, από περίπου 15% του ΑΕΠ το 2008 σε έλλειμμα μόλις 1,5% του ΑΕΠ το 2019. Ωστόσο, η ύφεση του τουρισμού ως αποτέλεσμα της πανδημίας, οδήγησε σε απότομη διεύρυνση του ελλείμματος σε περισσότερο από 6% του ΑΕΠ το 2020. Οι υψηλές τιμές ενέργειας σε συνδυασμό με την ισχυρή κατανάλωση και τις επενδύσεις οδήγησαν σε περαιτέρω διεύρυνση στο 9,5% το 2022 και θα διατηρήσουν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σε έλλειμμα τα επόμενα χρόνια, παρά τη βελτίωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Επιπλέον, η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδας συνεχίζει να παρουσιάζει μεγάλη και διευρυνόμενη καθαρή θέση παθητικού άνω του 170% του ΑΕΠ (με βάση τα στοιχεία του 2021).