Η πολιτική συνέχεια που συνεπάγεται σε βάθος χρόνου η αναμενόμενη επανεκλογή της Νέας Δημοκρατίας θα υποστηρίξει την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, αναφέρει η έκθεση της Scope Ratings.
Η μόνη χώρα της ΕΕ που δεν αξιολογείται επί του παρόντος με επενδυτική βαθμίδα, αναφέρεται χαρακτηριστικά, για να τα καταφέρει για πρώτη φορά μετά το 2010, θα πρέπει να διατηρήσει μακροπρόθεσμα τη δυναμική των μεταρρυθμίσεων, τη συνετή δημοσιονομική στάση και την ενδυνάμωση της σχέσης με την Ευρώπη, παράγοντες που στήριξαν τις πρόσφατες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητάς της.
Η χώρα έχει λάβει την υποστήριξη της ΕΚΤ από την περίοδο της πανδημίας, μέσω του ευέλικτου waiver για την αγορά ομολόγων ως εγγύηση, ωστόσο απαιτείται συνεχής συμμόρφωση με τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες για τη διατήρηση αυτής της υποστήριξης, επισημαίνεται. Οποιαδήποτε απροσδόκητη επιστροφή σ' ένα πιο ταραχώδες πολιτικό περιβάλλον, η μη τήρηση των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων και τυχόν μετεκλογική οπισθοδρόμηση των μεταρρυθμίσεων θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την πρόσφατη πρόοδο.
Η πρόοδος της Ελλάδας μετά την οικονομική κρίση αντανακλάται στην τροχιά της πιστοληπτικής της ικανότητας. Η Scope έχει αναβαθμίσει τη χώρα κατά πέντε βαθμίδες, από Β- σε ΒΒ+, από την πρώτη αξιολόγηση το 2017. Ήταν ο πρώτος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που έφερε την Ελλάδα μόλις ένα σκαλοπάτι πριν από την επενδυτική βαθμίδα, τον Σεπτέμβριο του 2021. Τον Δεκέμβριο του 2022, η Scope ήταν επίσης ο πρώτος οργανισμός αξιολόγησης που έδωσε θετική προοπτική στην αξιολόγηση BB+ της Ελλάδας.
Οι προκλήσεις στον ορίζοντα
Στα τέλη του 2022, η τριμηνιαία παραγωγή της Ελλάδας παρέμενε 22% κάτω από τα επίπεδα πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση – αποδεικνύοντας τις ιστορικές οικονομικές προκλήσεις των τελευταίων 15 ετών. Αυτό συμβαίνει παρά την αναβαθμισμένη εκτίμηση της Scope για ανάπτυξη από 1,3% σε 2,2% το 2023, και για 1,4% το 2024 (αναθεωρημένη από 2%) – που διατηρεί την προσδοκία για ισχυρή ανάκαμψη μετά την πανδημία.
Η ανεργία μειώθηκε περισσότερο από το μισό σε σχέση με το υψηλό του 28% και αναμένεται να διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 10,9% το 2023 και το 2024. Οι μεταρρυθμίσεις ενισχύουν το εμπόριο και τις άμεσες ξένες επενδύσεις, ενώ τα έσοδα από τον τουρισμό έχουν ανακάμψει στο 95% των προ-πανδημικών επιπέδων ετησίως, έως τον Φεβρουάριο του 2023. Ωστόσο, η Ελλάδα εξακολουθεί να εμφανίζει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά σχετικής φτώχειας στην ΕΕ. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αγοραστικής δύναμης είναι το δεύτερο χαμηλότερο της ΕΕ (πριν από τη Βουλγαρία).
Το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε από σχεδόν 50% τον Ιούνιο του 2017 σε 8,2%. Ωστόσο, παραμένει σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο 1,8% της ΕΕ.
Το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να είναι αυξημένο, στο 171% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022, αν και κάτω από το υψηλό του 206% το 2020. Η Scope προβλέπει ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα μειωθεί στο 143% του ΑΕΠ έως το 2028 βάσει του αισιόδοξου σεναρίου ,χωρίς σημαντικές οπισθοδρομήσεις στην ανάκαμψη. Στις χρηματοπιστωτικές αγορές, το spread του ελληνικού χρέους προς το γερμανικό έχει πέσει κάτω από τις 140 μονάδες βάσης, από 295 μονάδες βάσης τον περασμένο Οκτώβριο - και έπιασε ρεκόρ 48 μονάδων βάσης κάτω απ' αυτό της Ιταλίας, χώρας με επενδυτική βαθμίδα (BBB+/Stable).
Η Ελλάδα παρουσίασε ισοσκελισμένα πρωτογενή δημοσιονομικά στοιχεία πέρυσι, ξεπερνώντας τις περισσότερες προσδοκίες. Ωστόσο, επικρατεί αβεβαιότητα σχετικά με το αν θα διατηρηθεί ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ ετησίως τα επόμενα χρόνια και με το πόσο εύρωστο θα αποδειχθεί το πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής της χώρας υπό συνθήκες ελαφρύτερης ευρωπαϊκής εποπτείας και πιο ουσιαστικής πρόσβασης στην αγορά.