Οι χρηματοπιστωτικές αγορές αρχίζουν να μετρούν το κόστος που μπορεί να προκαλέσει η αδιάκοπη σύσφιξη, με τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας Τζερόμ Πάουελ να επισημαίνει πιθανές περαιτέρω αυξήσεις κατά μισή μονάδα και την ομόλογό του στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Κριστίν Λαγκάρντ να λέει ότι ένα ακόμη βήμα 25 μονάδων βάσης είναι «πολύ πιθανό».
Οι φόβοι των επενδυτών για ζημιά στην οικονομία απειλούν να επισκιάσουν τον επόμενο γύρο αύξησης των επιτοκίων, τον οποίο έχουν... υποσχεθεί οι κεντρικές τράπεζες από την Ουάσιγκτον έως τη Φρανκφούρτη, σημειώνει το Bloomberg.
Δείχνοντας τον σκεπτικισμό που υπάρχει για το αν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορούν να αποφύγουν την ύφεση στις ΗΠΑ, οι αποδόσεις των αμερικανικών και γερμανικών 10ετών ομολόγων διαπραγματεύονται πολύ κάτω από τις αποδόσεις των 2ετών τίτλων.
Η καμπύλη των ομολόγων εμβάθυνε ελαφρώς την αντιστροφή της σήμερα Παρασκευή, κοντά στα επίπεδα που παρατηρήθηκαν στις αρχές Μαρτίου, λίγο πριν η περιφερειακή τραπεζική κρίση στις ΗΠΑ ταράξει τις παγκόσμιες αγορές. Οι αποδόσεις των 2ετών αμερικανικών ομολόγων αυξήθηκαν τέσσερις μονάδες βάσης στο 4,68%, ξεπερνώντας την άνοδο κατά τρεις μονάδες βάσης των 10ετών αποδόσεων, που βρίσκονται στο 3,74%.
Να βγουν από την «παγίδα των μετρητών» και να στραφούν στα ομόλογα καλεί τους επενδυτές ο βετεράνος επενδυτής της JP Morgan, Μπομπ Μισέλ, ο οποίος βλέπει την ύφεση να έρχεται και τη Federal Reserve να προβαίνει σε άμεση μείωση των επιτοκίων.
«Εάν είμαστε σωστοί, έχουμε ήδη δει την τελευταία αύξηση επιτοκίων της Fed και οι αγορές έχουν ήδη ξεκινήσει να αποτιμούν την πρώτη μείωση, με αποτέλεσμα οι αποδόσεις των μετρητών να αρχίζουν να εξανεμίζονται» εξηγεί ο Μισέλ, μιλώντας στην τηλεόραση του Bloomberg. Με μια μετάβαση στα ομόλογα, όπως προσθέτει, οι επενδυτές αφενός θα διαφυλαχθούν, αφετέρου θα πετύχουν μια μικρή αύξηση στις αποδόσεις τους.
Ο ίδιος, ο οποίος έχει προτείνει τοποθετήσεις σε 5ετή ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου ή αμερικανικά εταιρικά ομόλογα επενδυτικής βαθμίδας, εδράζει τις εκτιμήσεις του στην πρόβλεψη ότι η αμερικανική οικονομία εισέρχεται σε περίοδο ύφεσης εντός του επόμενου έτους, με παράλληλη αύξηση της ανεργίας.
«Μια ανεργία στο 4,5% σημαίνει ύφεση. Δεν νομίζω ότι έχει υπάρξει ποτέ άλμα 1,1% στην ανεργία και η στατιστική αρχή δεν έχει κάνει λόγο για ύφεση» επισημαίνει, μεταξύ άλλων.
Όσον αφορά το μέτωπο του πληθωρισμού, εκτιμά ότι οι πιέσεις στις τιμές θα συνεχίσουν να εξασθενούν, ενισχύοντας το σενάριο του αποπληθωρισμού. Υπενθυμίζεται ότι ο δείκτης τιμών καταναλωτή επιβραδύνθηκε στο 4% τον Μάιο, ενώ ο δείκτης τιμών παραγωγού εμφάνισε αρνητική μεταβολή σε μηνιαίο επίπεδο.
«Δεν έχουμε ποτέ “περάσει” από την τελευταία αύξηση επιτοκίων στην ύφεση, χωρίς η Fed να έχει προλάβει να μειώσει τα επιτόκια. Εάν ό,τι βλέπουμε προαναγγείλει μια ύφεση στα τέλη του 2023, εξακολουθώ να πιστεύω ότι η πρώτη μείωση επιτοκίων θα συμβεί τον Σεπτέμβριο» επαναλαμβάνει ο έμπειρος αναλυτής της JP Morgan.
Η κυρίαρχη αντίληψη στις αγορές είναι ότι τα χειρότερα πέρασαν και ότι η ανάκαμψη της οικονομίας θα επιταχυνθεί, εν μέρει εξαιτίας της μεγάλης πτώσης των τιμών στο φυσικό αέριο. Στον αντίποδα, υπάρχουν αναλυτές, όπως της Capital Economics, που εκτιμούν ότι η ώθηση από τη φθηνότερη ενέργεια θα αντισταθμιστεί από την πιο σφιχτή δημοσιονομική πολιτική, καθώς οι κυβερνήσεις θα αποσύρουν τα μέτρα στήριξης που είχαν σκοπό να μετριάσουν τις επιπτώσεις της ακρίβειας.
Κάτι επίσης σημαντικό είναι ότι οι επιπτώσεις της νομισματικής σύσφιξης δεν έχουν γίνει ακόμη πλήρως αισθητές, ενώ οι οικονομικές συνθήκες χειροτερεύουν και στις βασικές αγορές που κατευθύνονται οι ευρωπαϊκές εξαγωγές, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο την πιθανότητα βαθιάς ύφεσης στην Ευρώπη. Αν η ύφεση αποδειχθεί εντέλει ήπια, η Capital Economics προβλέπει πως οι πληθωριστικές πιέσεις δεν θα μετριαστούν αρκετά την επόμενη διετία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα εισοδήματα των νοικοκυριών που ήδη χάνουν την αγοραστική τους δύναμη.