Την αναγκαιότητα κινητοποίησης του Αρείου Πάγου, προκειμένου να δικαιωθούν δεκάδες χιλιάδες δανειολήπτες, επισημαίνει ο Σύλλογος Δανειοληπτών σε Ελβετικό Φράγκο.
Σε ανακοίνωσή του ο Σύλλογος αρχικά επισημαίνει την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου με την οποία δικαιώνονται οι δανειολήπτες με δάνεια σε ελβετικό φράγκο. «Ρητώς και χωρίς υπεκφυγές ή ασάφειες έκρινε ότι οι τράπεζες δεν μπορούν να χρεώνουν το κόστος κεφαλαίου για δάνεια σε ξένο νόμισμα τα οποία κρίθηκαν άκυρα επειδή περιείχαν καταχρηστικούς όρους.
Οι αποφάσεις του ΔΕΕ δεν περιορίζονται στα στενά όρια της επίλυσης των υποθέσεων που εισάγονται ενώπιόν του. Ρητώς κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου ορίζεται ότι η έκδοση αποφάσεων από τα ελληνικά δικαστήρια σε αντίθεση με όσα έχουν κρίνει οι αποφάσεις του ΔΕΕ αποτελούν λόγο αναίρεσης των ελληνικών αποφάσεων» αναφέρει ο ΣΥΔΑΝΕΦ.
Όπως σημειώνει, «οι αποφάσεις του ΔΕΕ διαφυλάσσουν και αναπτύσσουν το κανονιστικό περιεχόμενο του ενωσιακού δικαίου, δεσμεύοντας κατά αυτόν τον τρόπο τον εθνικό δικαστή. Τυχόν διαφορετική αντιμετώπιση των αποφάσεων του ΔΕΕ αφενός, θα αποδυνάμωνε την αυθεντία του Δικαστηρίου (ΔΕΕ), αφετέρου θα υπέσκαπτε την ασφάλεια δικαίου και θα υπονόμευε την εναρμόνιση των εθνικών έννομων τάξεων με τις επιταγές της Συνθήκης».
Το ΔΕΕ, προσθέτει ο Σύλλογος, με την πάγια νομολογία του αλλά και τις αποφάσεις του επί προδικαστικών ζητημάτων, δεσμεύει τον εθνικό δικαστή ακόμη και των κρατών μελών που δεν ήταν διάδικα μέρη κατά την εκδίκαση των υποθέσεων ενώπιον του ΔΕΕ, καθώς στην περίπτωση αυτή, υφίσταται η προϋπόθεση του «κατάφωρου» της παραβίασης του κοινοτικού δικαίου από το εθνικό δικαστήριο.
Σύμφωνα με τον ΣΥΔΑΝΕΦ, ο εθνικός δικαστής όχι μόνο υποχρεούται να λάβει υπόψη τις αποφάσεις του ΔΕΕ αλλά δεσμεύεται να υιοθετήσει τα πορίσματα αυτών, εφόσον υφίσταται κρίση του ΔΕΕ επί προδικαστικού ζητήματος που απασχολεί τον εθνικό δικαστή ή πάγια νομολογία του ΔΕΕ επί του επίδικου θέματος. Σε περίπτωση δε, που κριθεί ότι παρά τις ήδη εκδοθείσες αποφάσεις του ΔΕΕ, εξακολουθούν να υφίστανται εριζόμενα ζητήματα σχετικά με την ερμηνεία των κοινοτικών Οδηγιών απαιτείται η υποβολή σχετικού προδικαστικού ερωτήματος προς το ΔΕΕ.
Όπως έχει κρίνει το ΔΕΕ ακόμη και η μη-συμμόρφωση του ανώτατου εθνικού δικαστηρίου με την υποχρέωσή του να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ για αμφισβητούμενα θέματα που αφορούν το κοινοτικό δίκαιο και γενικότερα η μη-επίδειξη της προσήκουσας επιμέλειας για την αποφυγή του σφάλματος στην ορθή και αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, συνιστά κατάφωρη παραβίασή του.
Ειδικότερα, καταλήγει η ανακοίνωση: «Μέχρι σήμερα πληθώρα αποφάσεων έχει εκδοθεί από το Δ.Ε.Ε. (κατόπιν προδικαστικών ερωτημάτων) συμπεριλαμβανομένης και της παραπάνω C-521/21 θετικών για τους δανειολήπτες.
Ανάλογα με τα προδικαστικά ερωτήματα που ετέθησαν το Δ.Ε.Ε. «μιλάει» είτε για την καταχρηστικότητα των όρων, είτε για τη διαφάνεια, είτε για το ότι πρόκειται για λογιστικές εγγραφές.
Μένει να δούμε πώς θα αντιδράσουν τα δικαστήρια. Μένει να δούμε αν επιτέλους ο Άρειος Πάγος θα απευθύνει όπως ζητάμε απο αυτόν, ερώτημα στο ΔΕΕ και για τις δικές μας υποθέσεις, όπως έχουν απευθύνει τόσα δικαστήρια άλλων χωρών της ΕΕ. Ας μην ξεχνάμε πως εκκρεμούν οι άλλες τρεις συλλογικές αγωγές, στις οποίες έχουν κατατεθεί προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία θα πρέπει να προωθηθούν από τον Άρειο Πάγο ώστε να επιλυθεί το θέμα και στη χώρα μας».