Το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών, στις οποίες η Νέα Δημοκρατία εξασφάλισε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, μειώνει σημαντικά τους κινδύνους από μια πιθανή πολιτική αστάθεια και επιτρέπει τη συνέχεια της πολιτικής. Αυτό σημαίνει ότι οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις και η δημοσιονομική προσαρμογή, που στήριξαν την ανάπτυξη και ωφέλησαν τη βιωσιμότητα των δημοσιονομικών τα τελευταία χρόνια, αναμένεται να συνεχιστούν, αναφέρει η Fitch Ratings
Σύμφωνα με το σημειώμα του οίκου αξιολόγησης, με αφορμή τις εκλογές, η ανανέωση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της Νέας Δημοκρατίας θα της επιτρέψει να συνεχίσει τις πολιτικές της για την περίοδο 2019 - 2023, συμπεριλαμβανομένης της ταχείας μείωσης και αποκλιμάκωσης του δημόσιου χρέους και της εφαρμογής των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, μεταξύ των οποίων και αυτές που συνδέονται με το Ταμείο Ανάκαμψης, που αποσκοπούν στην τόνωση των επενδύσεων. Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε ότι «οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις θα προχωρήσουν με ταχύτητα».
Η Fitch επιβεβαίωσε πρόσφατα την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας στο «ΒΒ+», με τις οικονομικές της εκτιμήσεις να βασίζονται στην υπόθεση ότι οι αρχές θα συνέχιζαν να επιτυγχάνουν ορόσημα και στόχους στο πλαίσιο του RRF, το οποίο αποτελεί τον βασικό «μοχλό» για το ξεκλείδωμα δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα.
Οι ελληνικές αρχές εκτιμούν ότι θα υπάρξουν εκταμιεύσεις επιχορηγήσεων και δανείων από το Ταμείο Ανάκαμψης ύψους 3,6 δισ. ευρώ (1,7% του ΑΕΠ) το 2023, 7,1 δισ. ευρώ το 2024 (3,4% του ΑΕΠ) και άνω των 6 δισ. ευρώ (2,8% του ΑΕΠ) το 2025 -2026. Αυτό θα βοηθήσει στην αντικατάσταση του αποθέματος κεφαλαίου που χάθηκε την περασμένη δεκαετία και θα μπορούσε να ενθαρρύνει την επιτάχυνση των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα, συμβάλλοντας στη διατήρηση της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ στο επίπεδο εκτίμησης της Fitch στο 2% - 2,5% το 2023 - 2026, ήτοι υψηλότερα από την Ευρωζώνη. Η επαναδιατύπωση της κυβερνητικής δέσμευσης για μεταρρυθμίσεις υποδηλώνει ότι η ανάπτυξη θα μπορούσε να υπερβεί αυτές τις προβλέψεις.
Το εκλογικό αποτέλεσμα υπογραμμίζει την πεποίθηση της Fitch ότι η δημοσιονομική πολιτική θα συνεχίσει να στοχεύει στη μείωση του χρέους, που ξεπέρασε τις προσδοκίες επί της προηγούμενης κυβέρνησης ΝΔ. Το πρόγραμμα σταθερότητας της Ελλάδας στοχεύει στην περαιτέρω βελτίωση των δημοσιονομικών, με τα πρωτογενή πλεονάσματα να μειώνουν το δείκτη δημόσιου χρέους. Η Fitch εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα αυξηθεί στο 1% του ΑΕΠ φέτος και στο 2% το 2024, από 0,1% το 2022.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, που χαρακτηρίζεται από μια βελτιωμένη δημοσιονομική στάση και μια σταθερή ονομαστική ανάπτυξη, ο δείκτης δημόσιου χρέους αναμένεται να μειωθεί στο 162,2% το 2023 και στο 154,4% το 2024, κάτι που συνεπάγεται μια πτώση 50 ποσοστιαίων μονάδων από το υψηλό του 206% το 2020, αν και εξακολουθεί να είναι αρκετά υψηλότερα από το μέσο όρο των κρατών με αξιολόγηση «ΒΒ».
Οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι δημοσιονομικής υποαπόδοσης είναι αρκετά περιορισμένοι δεδομένης της απουσίας σημαντικής επιβράδυνσης των εσόδων και πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 2,4 δισ. ευρώ το πρώτο τετράμηνο.
Στην πραγματικότητα, σε συνδυασμό με την μείωση των εσωτερικών πολιτικών κινδύνων, τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν περιθώρια για περαιτέρω υπεραπόδοση. Η ΝΔ δεσμεύτηκε για δαπάνες 9 δισ. ευρώ τα επόμενα τέσσερα χρόνια στην προεκλογική της εκστρατεία, αλλά περίπου τα τρία τέταρτα από αυτά περιλαμβάνονται ήδη στον υφιστάμενο προϋπολογισμό και το πρόγραμμα σταθερότητας. Εάν η αύξηση των εσόδων συνεχιστεί με τον τρέχοντα ρυθμό, ορισμένα από αυτά τα μέτρα θα μπορούσαν να προωθηθούν χωρίς να οδηγήσουν σε μεγαλύτερο έλλειμμα.
Μακροπρόθεσμα, η μείωση του χρέους μπορεί να γίνει πιο δύσκολη λόγω των πιέσεων των κοινωνικών δαπανών και το κόστος των τόκων θα μπορούσε να αυξηθεί εάν η Ελλάδα αυξήσει τη χρήση της χρηματοδότησης από την αγορά. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε πιο ευαίσθητους πολιτικά τομείς, όπως η υγειονομική περίθαλψη, μπορεί επίσης να είναι πιο δύσκολο να επιτευχθούν, καταλήγει ο οίκος.