Άλλη μία αύξηση των επιτοκίων της κατά 25 μονάδες βάσης πραγματοποιήσει σήμερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, επιβεβαιώνοντας πλήρως τις εκτιμήσεις των αναλυτών, καθώς ο πληθωρισμός, αν και έχει μειωθεί τους τελευταίους μήνες, παραμείνει σε πολύ υψηλό επίπεδο, στο 5,5% τον Ιούνιο σύμφωνα με την τελευταία μέτρηση της Eurostat.
Ειδικότερα, το Διοικητικό Συμβούλιο της τράπεζας αποφάσισε να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης. Κατά συνέπεια, το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα αυξηθούν σε 4,25%, 4,50% και 3,75% αντιστοίχως, με ισχύ από τις 2 Αυγούστου 2023.
Αυτή είναι η τρίτη διαδοχική αύξηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης και ένατη συνολικά από τον Ιούλιο του 2022 όταν ξεκίνησε ο κύκλος σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής. Τα ευρωπαϊκά επιτόκια έχουν σκαρφαλώσει πλέον συνολικά 425 μονάδες στην επιθετικότερη εκστρατεία σύσφιξης στην ιστορία της ΕΚΤ.
Οι επενδυτές περιμένουν πλέον τις δηλώσεις της προέδρου της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ στη συνέντευξη Τύπου για στοιχεία σχετικά με τις επόμενες κινήσεις της τράπεζας. Οι αναλυτές δεν αποκλείουν και νέα αύξηση των επιτοκίων τον Σεπτέμβριο καθώς ο πληθωρισμός παραμένει ακόμα μακριά από τον επίσημο στόχο του 2% της τράπεζας και δεν αναμένεται να επιστρέψει εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος ο πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε 5,4% το 2023, για να υποχωρήσει στο 3,0% το 2024 και στη συνέχεια σε 2,2% το 2025.
Σε πολύ υψηλό επίπεδο ο πληθωρισμός
Στην ανακοίνωση που έδωσε στη δημοσιότητα η κεντρική τράπεζα σημειώνει ότι ο πληθωρισμός εξακολουθεί να μειώνεται αλλά αναμένεται πάλι να παραμείνει σε πολύ υψηλό επίπεδο για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Σε αυτό το πλαίσιο υπογραμμίζει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο είναι αποφασισμένο να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Επομένως, αποφάσισε σήμερα να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης.
Η σημερινή αύξηση των επιτοκίων αντανακλά την αξιολόγηση του Διοικητικού Συμβουλίου για τις προοπτικές του πληθωρισμού, τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και την ένταση της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Οι εξελίξεις που σημειώθηκαν μετά την τελευταία συνεδρίαση στηρίζουν την προσδοκία ότι ο πληθωρισμός θα μειωθεί περαιτέρω τους υπόλοιπους μήνες του έτους αλλά θα παραμείνει πάνω από τον στόχο για παρατεταμένη χρονική περίοδο. Ενώ ορισμένοι δείκτες μέτρησης παρουσιάζουν ενδείξεις υποχώρησης, ο υποκείμενος πληθωρισμός παραμένει συνολικά υψηλός. Οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων εξακολουθούν να μεταδίδονται δυναμικά: οι συνθήκες χρηματοδότησης έχουν γίνει ξανά πιο αυστηρές και επιδρούν ολοένα περισσότερο ανασταλτικά στη ζήτηση, κάτι που αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο.
Οι μελλοντικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου θα διασφαλίσουν ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα διαμορφωθούν σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο διάστημα χρειαστεί προκειμένου να επιτευχθεί η έγκαιρη επαναφορά του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να ακολουθεί μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα στοιχεία για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου και της κατάλληλης διάρκειας του περιορισμού. Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις του για τα επιτόκια θα εξακολουθήσουν να βασίζονται στην αξιολόγησή του για τις προοπτικές του πληθωρισμού υπό το πρίσμα των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοοικονομικών στοιχείων, για τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και για την ένταση με την οποία μεταδίδεται η νομισματική πολιτική.
Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε επίσης να καθορίσει τον τοκισμό των ελάχιστων αποθεματικών σε 0%. Αυτή η απόφαση θα διαφυλάξει την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής διατηρώντας αφενός τον τρέχοντα βαθμό ελέγχου στην κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής και διασφαλίζοντας αφετέρου ότι οι αποφάσεις για τα επιτόκια μετακυλίονται πλήρως στις αγορές χρήματος. Ταυτόχρονα, θα βελτιώσει την αποδοτικότητα της νομισματικής πολιτικής μειώνοντας τους συνολικούς τόκους που χρειάζεται να καταβληθούν επί των υποχρεωτικών αποθεματικών για να εφαρμοστεί η ενδεδειγμένη κατεύθυνση.