O οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Scope έδωσε στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα, αναβαθμίζοντας το αξιόχρεό της σε ΒΒΒ- με σταθερές προοπτικές από ΒΒ+ με θετικές προοπτικές,
Ο οίκος ανέφερε ως παράγοντες που οδήγησαν στην αναβάθμιση την ενίσχυση της ευρωπαϊκής θεσμικής στήριξης, την ευνοϊκή πορεία του δημόσιου χρέους και τις μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα.
Προκλήσεις αποτελούν το υψηλό δημόσιο χρέος, οι κίνδυνοι για την πολιτική μακροπρόθεσμα και οι ευπάθειες του τραπεζικού συστήματος.
Για τους λόγους που συνέβαλαν στην αναβάθμιση, ο Scope αναφέρει ειδικότερα:
1. Τη συνεχιζόμενη ευρωπαϊκή θεσμική στήριξη στην Ελλάδα, η οποία αντανακλά τις αλλαγές μετά την κρίση της Covid-19 για τη στήριξη ευάλωτων χωρών - μελών της Ευρωζώνης μέσω παρεμβάσεων της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτή αντανακλά, από το 2020, τους νεωτερισμούς στα προγράμματα αγορών ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τη χαλάρωση του πλαισίου των απαιτήσεων για ενέχυρα, που εξασφάλισαν τη συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων παρά το ότι δεν είχαν την επενδυτική διαβάθμιση. Τα μέτρα της κεντρικής τράπεζας, μαζί με την έγκριση του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ελλάδας, ύψους 30,5 δις. ευρώ, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα περαιτέρω διαχείρισης του χρέους μακροπρόθεσμα από τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας, δείχνουν ένα πιο διαρκές δίχτυ ασφαλείας, πέρα από τις πρόσφατες κρίσεις, στηρίζοντας τη βιωσιμότητα του χρέους και δημιουργώντας δημοσιονομικό χώρο για την κυβέρνηση, ώστε να αυξήσει τις επενδύσεις.
2. Τη σταθερή πορεία μείωσης του δημόσιου χρέους λόγω του υψηλού πληθωρισμού, της υψηλότερης από τον δυνητικό ρυθμό πραγματικής ανάπτυξης, του χαμηλού μέσου επιτοκιακού κόστους για το απόθεμα του χρέους και της επίτευξης πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί φέτος κατά 46 ποσοστιαίες μονάδες από το υψηλό του 2020, στο 160,7%.
3. Τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν μειώσει σημαντικά τα ποσοστά των μη εξυπηρετούμενων δανείων και ενίσχυσαν ουσιαστικά τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, σε συνδυασμό με τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και την κινητοποίηση επενδύσεων και ενίσχυση της ανάκαμψης στο πλαίσιο του European Semester.
Ωστόσο, σημειώνει ο Scope, στις πιστωτικές αξιολογήσεις της Ελλάδας παραμένουν οι προκλήσεις από:
Πρώτον, το υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο έχει μία μακροπρόθεσμη ευαλωτότητα σε επαναξιολογήσεις του κινδύνου χώρας στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ο Scope σημειώνει ότι θα θεωρήσει περαιτέρω σημαντικές μειώσεις του λόγου του χρέους - σύμφωνα με τις προσδοκίες του βασικού σεναρίου - ως ιδιαίτερης σημασίας για τη μελλοντική πορεία του αξιόχρεου της Ελλάδας.
Επιπλέον, η σταδιακή εξασθένιση της ισχυρής διάρθρωσης του χρέους, με υψηλότερο κόστος αναχρηματοδότησης, μαζί με τη σταδιακή μετάβαση της κατοχής του χρέους από δημόσιους φορείς σε ιδιώτες, και τη μικρότερη διάρκεια αποπληρωμής του νέου χρέους, αποτελεί μία πρόκληση.
Τρίτον, παραμένουν οι αδυναμίες του τραπεζικού τομέα. Τέλος, διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες, όπως ένας μέτριος μεσοπρόθεσμος δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης, η υψηλή ανεργία, ο αδύναμος εξωτερικός τομές και οι μακροπρόθεσμες περιβαλλοντικές προκλήσεις αποτελούν περιορισμούς.
Οι σταθερές προοπτικές αντανακλούν την άποψη του Scope ότι οι κίνδυνοι για το αξιόχρεο είναι ισορροπημένοι για τους επόμενους 12-18 μήνες.
Ανάλυση βιωσιμότητας χρέους
Η ανάλυση της Scope για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους δείχνει περαιτέρω πτώση, αν και με την υποχώρηση να επιβραδύνει καθώς η ονομαστική ανάπτυξη ομαλοποιείται, φθάνοντας στο 160,7% το 2023 και στο 141,6% έως το 2028.
Το βασικό σενάριο του οίκου υποθέτει επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης στο 2,4% για το 2023, αλλά ακολουθούμενη από περαιτέρω άνοδο κατά 1,6% το 2024 και 1,3% την περίοδο 2025-8.
Το σενάριο περιλαμβάνει αυξημένο αποπληθωριστή της τάξεως του 4,2% το 2023 και ένα μέσο 2,3% έως το 2028, από ένα μέσο -0,4% την περίοδο 2012-21.
Επιπροσθέτως, το σενάριο υποθέτει διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων έως το 2028, με το έλλειμμα να διατηρείται κάτω από το όριο του 3% του ΑΕΠ έως το 2028.
Η αναβάθμιση του αξιόχρεου αντανακλά το συμπέρασμα της Scope ότι ο υψηλός πληθωρισμός είναι βασικός παράγοντας που στηρίζει την τροχιά του χρέους, σε σύγκριση με τις ιστορικές δυσκολίες στον περιορισμό του.
Ωστόσο, κυριαρχούν τα αρνητικά σενάρια που θα μπορούσαν να περιορίσουν ή να αντιστρέψουν την τροχιά του χρέους:
Μια ισχυρή οικονομική ύφεση
Μια αναπάντεχη επιστροφή σε χαμηλό πληθωρισμό
Μια νέα σημαντική αύξηση στα κόστη δανεισμού και
Μια αναπάντεχη σημαντική επιδείνωση της δημοσιονομικής θέσης.
Για παράδειγμα, σε ένα αντίξοο σενάριο διετούς ύφεσης την περίοδο 2024-5, το ελληνικό χρέος θα μπορούσε να ενισχυθεί και πάλι στο 180% του ΑΕΠ έως το 2025.
Το χρέος και οι αγορές
Οι αξιολογήσεις BBB- της Ελλάδας εδραιώνονται περαιτέρω από ένα ισχυρό προφίλ χρέους που προκύπτει από την προληπτική διαχείριση του δημόσιου χρέους των τελευταίων ετών και τα υποστηρικτικά μέτρα των πιστωτών της ζώνης του ευρώ. Αυτό αντικατοπτρίζεται σε υψηλό μερίδιο του χρέους που κατέχει ο επίσημος τομέας (περίπου 85% του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης), αφού συμπεριληφθούν σε αυτό το ποσοστό τα ελληνικά ομόλογα που κατέχει προσωρινά το Ευρωσύστημα.
Δεδομένου ότι οι αξιολογήσεις του δημοσίου αποδίδονται στο χρέος που πρέπει να καταβληθεί στον ιδιωτικό τομέα, αυτό το υψηλό μερίδιο του χρέους που διακρατείται από τον επίσημο τομέα είναι πιστωτικά θετικό. Αυτή η δομή χρέους, επιπλέον, στηρίζεται σε μια μεγάλη σταθμισμένη μέση διάρκεια χρέους 19,6 ετών – τη μεγαλύτερη από τις αξιολογούμενες χώρες του οργανισμού – η οποία, μαζί με το 100% του ανεξόφλητου χρέους σε σταθερά επιτόκια (μετά από συναλλαγές ανταλλαγής επιτοκίων), συμβάλλει στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων των υψηλότερων επιτοκίων που μεταφράζονται σε υψηλότερο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.
Η κυβέρνηση συγκέντρωσε επιτυχώς 3,5 δισ. ευρώ μέσω ενός 15ετούς ομολόγου τον περασμένο μήνα – η πρώτη έκδοση μετά τις εκλογές. Η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να αποπληρώσει πρόωρα 5,3 δισ. ευρώ από τα δάνεια του πρώτου μνημονίου. Οι κίνδυνοι αναχρηματοδότησης μειώνονται επιπλέον με ταμειακό υπόλοιπο 30,6 δισ. ευρώ (14,7% του ΑΕΠ) στο τέλος του 2022.
Ωστόσο, καθώς η Ελλάδα βγαίνει από τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής και τα σχετικά δάνεια με ευνοϊκούς όρους και ελάφρυνση χρέους, η επιδιωκόμενη μετάβαση στην εξάρτηση από τη χρηματοδότηση της αγοράς, ειδικά υπό τις τρέχουσες συνθήκες υψηλότερων επιτοκίων, θα αποδυναμώσει σταδιακά την ισχυρή δομή του χρέους.
Εν μέσω υψηλότερων μακροπρόθεσμων επιτοκίων από πέρυσι, η σταθμισμένη μέση διάρκεια του νέου δανεισμού μειώθηκε προσωρινά σε 5,5 έτη το 2022 και 4,6 έτη το 2023. Καθώς η Ελλάδα δανείζεται στις αγορές και με το Ευρωσύστημα να επιταχύνει την ποσοτική σύσφιξη, το δημόσιο χρέος θα περάσει σταδιακά σε ιδιωτικά χέρια.
Οι πιστωτικές αδυναμίες
Πρώτον, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας παραμένει πολύ αυξημένο – το δεύτερο υψηλότερο του μετά μόνο από αυτό της Ιαπωνίας (Α/Αρνητικό). Αν και το προφίλ χρέους της Ελλάδας παραμένει συγκριτικά ισχυρό, το υψηλό απόθεμα χρέους ωστόσο εκθέτει την Ελλάδα σε επανεκτιμήσεις του κινδύνου που σχετίζεται με τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του, ειδικά σε κάθε σενάριο αδυναμίας της ΕΚΤ να υποστηρίξει αποτελεσματικά τις περιφερειακές αγορές χρέους. Αυτή η ευπάθεια παρατηρήθηκε σε κάποιο βαθμό το 2022 – με το άνοιγμα του spread σε σχέση με τη Γερμανία στα υψηλά των 296 μονάδων βάσης (πριν μειωθεί σημαντικά σε 123 μονάδες βάσης τώρα) – που αντιπροσωπεύει έναν βασικό περιορισμό αξιολόγησης. Επιπλέον, εν μέσω υψηλότερου κόστους αναχρηματοδότησης, οι καθαρές πληρωμές τόκων φαίνεται να αυξάνονται στο (παρ' όλα αυτά μέτριο) 6,6% των εσόδων της γενικής κυβέρνησης έως το 2028, από 4,9% στα χαμηλά του 2022. Ωστόσο, η εξυπηρέτηση του χρέους της Ελλάδας σε σχέση με τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης είναι χαμηλότερη από αυτή της Ιταλίας και της Πορτογαλίας.
Δεύτερον, υπάρχουν κίνδυνοι πολιτικής καθώς η Ελλάδα μεταβαίνει από την εξάρτηση της περασμένης δεκαετίας από τις πιστώσεις του επίσημου τομέα και τις συναφείς προϋποθέσεις πολιτικής προς τη χρηματοδότηση από την αγορά. Το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη μετά τις εκλογές αντιπροσωπεύει συνέχεια της προηγούμενης πολιτικής. Εντούτοις, ενεργοποιείται ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος όπως 9 δισ. ευρώ για εφάπαξ πληρωμές στους συνταξιούχους, αυξήσεις μισθών στο δημόσιο τομέα και αύξηση του αφορολόγητου σε οικογένειες με παιδιά. Η κατάργηση του φόρου αλληλεγγύης της εποχής της διάσωσης και η δέσμευση για κατάργηση του ειδικού φόρου στους τόκους στα ελληνικά γραμμάτια και ομόλογα είναι περαιτέρω παραδείγματα ανατροπών της πολιτικής της κρίσης.
Μέχρι σήμερα, ο βαθμός αντιστροφής της πολιτικής μετά την έξοδο της Ελλάδας από τα Προγράμματα Οικονομικής Προσαρμογής και την Ενισχυμένη Εποπτεία είναι μέτριος και η Ελλάδα διατηρεί την επιδίωξη μείωσης του χρέους και πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων ως βασικούς στόχους, παράλληλα με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, η πιθανότητα πρόσθετης μετατόπισης στη χάραξη πολιτικής αποτελεί ανησυχία.
Τρίτον, παρά τις μειώσεις των NPEs, το τραπεζικό σύστημα παραμένει επιβαρυμένο από τον υψηλότερο δείκτη NPEs στη ζώνη του ευρώ. Αυτά επιβαρύνουν την κερδοφορία των τραπεζών και τις ικανότητες τους να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις και να υποστηρίξουν την ανάκαμψη.
Το υψηλό μερίδιο των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα κεφάλαια, η αυξημένη κατοχή εγχώριων κρατικών ομολόγων, οι μετοχές που κατέχει το κράτος στο τραπεζικό σύστημα (αν και η κυβέρνηση σχεδιάζει περαιτέρω αποεπένδυση) και οι κρατικές εγγυήσεις στο πλαίσιο του προγράμματος Ηρακλής συνεπάγονται ισχυρότερο δεσμό κρατικών τραπεζών και αυξανόμενο κίνδυνο για τα δημόσια οικονομικά σε σενάρια πίεσης του τραπεζικού συστήματος.
Τέλος, ο μέτριος μακροπρόθεσμος δυνητικός πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας, περίπου 1%, ο οποίος παραμένει περιορισμένος από τη συρρίκνωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας κατά 0,5% ετησίως την περίοδο 2023-28. Οι περιβαλλοντικές προκλήσεις θα μπορούσαν επιπλέον να επηρεάσουν τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη εάν οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα επηρεάσουν τους κρίσιμους τομείς του τουρισμού και της γεωργίας της Ελλάδας.
Επιπλέον, οι περιορισμοί στην διαφοροποίηση σε επίπεδο οικονομίας, οι ακαμψίες στην αγορά εργασίας, το χαμηλό μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ (το χαμηλότερο της ΕΕ), η ακόμα υψηλή τελική κατανάλωση σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα και τα αυξημένα χρέη του ιδιωτικού τομέα αποτελούν προκλήσεις. Ομοίως, η ανεργία παραμένει συγκριτικά αυξημένη στο 11,1% τον Ιούνιο, αν και τα επίπεδα έχουν υποχωρήσει από τις κορυφές του Ιουνίου 2020.
Η φορολογική συμμόρφωση και οι αυξημένες δαπάνες για συντάξεις και μισθούς του δημόσιου τομέα (πάνω από τους μέσους όρους της ζώνης του ευρώ) αποτελούν περαιτέρω περιορισμούς στην αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας, αν και έχουν καταβληθεί σημαντικές προσπάθειες για την ενίσχυση της είσπραξης φόρων.
Επίσης, οι αξιολογήσεις της Ελλάδας περιορίζονται από έναν συγκριτικά αδύναμο εξωτερικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των διαρθρωτικών ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, τα οποία διαμορφώθηκαν στο 7,9% του ΑΕΠ το έτος έως τον Μάιο του 2023, κάτω από το 9,7% του 2022 αλλά σημαντικά υψηλότερα από το 1,5% του 2019.