Οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες (Alpha Bank, Eurobank, Εθνική και Πειραιώς) πέτυχαν συνολικά καθαρά κέρδη 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2023 , τονίζει σε ανάλυσή της η DBRS, η οποία σημειώνει, ωστόσο, ότι το ποσό είναι μειωμένο κατά 22% σε ετήσια βάση και υτό οφείλεται στο ότι το πρώτο εξάμηνο του 2022 υπήρχαν σημαντικά θετικά εφάπαξ κέρδη που οφείλονταν σε συναλλαγές και άλλα έσοδα.
Τα υψηλότερα βασικά έσοδα, ο έλεγχος του κόστους και το χαμηλότερο πιστωτικό κόστος υποστήριξαν τα αποτελέσματα το 1ο εξάμηνο του 2023,αναφέρει σε σημείωμά του ο Αντρέα Κοστάντσο, αντιπρόεδρος της ομάδας της DBRS. Καταγράφεται ισχυρή αύξηση στα καθαρά έσοδα από τόκους (NII), με τις τράπεζες να επωφελούνται από την ταχεία αύξηση των επιτοκίων παρά τους χαμηλότερους όγκους νέων δανείων. Η DBRS περιμένει επιβράδυνση των NII τα επόμενα τρίμηνα, αντανακλώντας την επιβράδυνση της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), καθώς και την πιθανή αύξηση του κόστους χρηματοδότησης.
Το 1ο εξάμηνο του 2023, το κόστος κινδύνου (CoR) ήταν σύμφωνο με το 2022 αλλά κάτω από τα πολύ υψηλά επίπεδα του πρόσφατου παρελθόντος. Εκτιμά ότι το CoR πιθανότατα θα αυξηθεί, αντανακλώντας υψηλότερους κινδύνους ποιότητας του ενεργητικού. Ωστόσο, η ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων συνέχισε να βελτιώνεται το πρώτο εξάμηνο του 2023, χάρη στις χαμηλές εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Οι άφθονες και σταθερές καταθετικές βάσεις επέτρεψαν στις ελληνικές τράπεζες να διατηρήσουν μια άνετη θέση ρευστότητας παρά τις αποπληρωμές των TLTRO III. Οι καταθέσεις στρέφονται προς τις προθεσμιακές αν και λιγότερο γρήγορα από τις αρχικές προσδοκίες. Η διαρκής παραγωγή οργανικού κεφαλαίου το πρώτο εξάμηνο του 2023 ενίσχυσε τα κεφάλαια, ωστόσο η ποιότητα του κεφαλαίου παραμένει σχετικά αδύναμη. Τα αποτελέσματα των stress test, ωστόσο, έδειξαν καλύτερη απόδοση των ελληνικών τραπεζών σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Το 1ο εξάμηνο του 2023, τα συνολικά έσοδα μειώθηκαν κατά 4% σε ετήσια βάση, ωστόσο το πρώτο εξάμηνο του 2022 περιελάμβανε σημαντικά μη επαναλαμβανόμενα κέρδη από συναλλαγές και άλλα έσοδα. Τα βασικά έσοδα (ΝΙΙ και καθαρές προμήθειες) αυξήθηκαν κατά 45% σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο του 2023, υποστηριζόμενα κυρίως από υψηλότερα NII και, σε μικρότερο βαθμό, από τις καθαρές προμήθειες.
Το πρώτο εξάμηνο του 2023, το συνολικό NII αυξήθηκε κατά 60% σε ετήσια βάση, με τις τράπεζες να επωφελούνται από την ταχεία αύξηση των επιτοκίων παρά την επιβράδυνση του όγκου των νέων δανείων. Ενώ οι περισσότερες από τις αυξήσεις των επιτοκίων έχουν μεταφερθεί στα επιτόκια των δανείων πελατών, αυτό συνέβη σε μικρότερο βαθμό στα επιτόκια καταθέσεων πελατών. Αναμένουμε επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των ΝΙΙ τα επόμενα τρίμηνα, επισημαίνει.
Η εξέλιξη του όγκου των δανείων σε συνδυασμό με τον ρυθμό στροφής των πελατών προς πιο αποδοτικές καταθετικές λύσεις παραμένει το κλειδί για την αξιολόγηση του αντίκτυπου στο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (NIM) στο μέλλον.
Το πρώτο εξάμηνο του 2023, οι καθαρές προμήθειες αυξήθηκαν κατά 4% σε ετήσια βάση, κυρίως υποστηριζόμενες από συναλλακτικές και δανειοδοτικές δραστηριότητες. Ωστόσο, το ποσοστό των καθαρών εσόδων από προμήθειες παρέμεινε σε μέτριο επίπεδο του 17% των συνολικών εσόδων το πρώτο εξάμηνο του 2023.
Το πρώτο εξάμηνο του 2023, οι προβλέψεις για ζημίες δανείων (LLPs) μειώθηκαν κατά 21% σε ετήσια βάση, χάρη στη σχετικά ευνοϊκή δυναμική της ποιότητας του ενεργητικού και αντανακλώντας την πρόσφατη βελτίωση στα προφίλ κινδύνου.
Στο τέλος Ιουνίου 2023, ο μέσος δείκτης CET1 ήταν 14,6% ενώ ο μέσος δείκτης συνολικού κεφαλαίου ήταν 17,8%, από 11,8% και 14,5% στο τέλος του 2021. Αυτό το επίπεδο των δεικτών κεφαλαίου εξασφαλίζει ικανοποιητικά μέσα αποθέματα ασφαλείας περίπου 480 μονάδων βάσης και 320 μονάδων βάσης αντίστοιχα για τους δείκτες CET1 και Συνολικού Κεφαλαίου σε σχέση με τις ελάχιστες απαιτήσεις του 2023.
Ωστόσο, η ποιότητα του κεφαλαίου παραμένει σχετικά αδύναμη με τις αναβαλλόμενες πιστώσεις φόρου (DTC) να αντιπροσωπεύουν περίπου το 62% του κεφαλαίου CET1 στα τέλη Ιουνίου 2023.
Βελτιωμένη ποιότητα ενεργητικού
Παρά τον σχηματισμό νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) το δεύτερο τρίμηνο του 2023 και της χορήγησης νέων δανείων, το προφίλ ποιότητας του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών συνέχισε να βελτιώνεται, λόγω των οργανικών δραστηριοτήτων καθώς και των ανόργανων ενεργειών. Ως αποτέλεσμα, ο δείκτης των ακαθάριστων και καθαρών NPE μειώθηκε σε 5,8% και 2,4% αντίστοιχα στα τέλη Ιουνίου 2023 από 6,2% και 2,6% στο τέλος του 2022. Το μέσο επίπεδο κάλυψης NPE διαμορφώθηκε σε 60% στα τέλη Ιουνίου 2023. Η σωρευτική μείωση του αποθέματος των ακαθάριστων NPEs από το 2019 έως το τέλος Ιουνίου 2023 έφτασε το 87%, που επιτεύχθηκε με το Ελληνικό Σχέδιο Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων (HAPS).
Σημειώνουμε ότι ο όγκος των νέων δανείων στην Ελλάδα επιβραδύνθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2023 με μείωση περίπου 2% σε ετήσια βάση. Αυτό είναι αποτέλεσμα των υψηλότερων επιτοκίων και του υψηλού πληθωρισμού που μείωσαν την ευελιξία για τη ζήτηση νέων στεγαστικών δανείων και προκάλεσαν υψηλότερες αποπληρωμές δανείων από εταιρείες με μαξιλάρια υψηλής ρευστότητας. Ωστόσο, οι τράπεζες προβλέπουν ανάκαμψη των εκταμιεύσεων το δεύτερο εξάμηνο του 2023, ως αποτέλεσμα μιας σειράς έργων που συνδέονται με την ανάπτυξη της χώρας και τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ (RRF). Αυτό, μαζί με τη συνεχιζόμενη απομάκρυνση του κινδύνου, θα συμβάλει στον μετριασμό της αναμενόμενης επιδείνωσης της ποιότητας του ενεργητικού.
Ρευστότητα
Οι ελληνικές τράπεζες χρηματοδοτούνται κυρίως μέσω καταθέσεων. Στα τέλη Ιουνίου 2023, οι καταθέσεις αντιστοιχούσαν στο 85% περίπου της συνολικής χρηματοδότησης και αφορούσαν κυρίως πελάτες λιανικής. Αφού σημειώθηκαν ορισμένες εκροές το α’ τρίμηνο του 2023, κυρίως λόγω της χρήσης ρευστότητας από εταιρείες, οι καταθέσεις ανέκαμψαν το δεύτερο τρίμηνο του 2023 και τελικά παρέμειναν αμετάβλητες στο τέλος Ιουνίου 2023 σε σύγκριση με το τέλος του 2022 και 26% πάνω από το επίπεδο στο τέλος του 2019. Το ποσοστό των προθεσμιακών καταθέσεων έχει αυξηθεί από το τέλος του 2022, με τους πελάτες να αναζητούν λύσεις με υψηλότερες αποδόσεις. Ωστόσο, το 25% των προθεσμιακών καταθέσεων στα τέλη Ιουνίου 2023 εξακολουθεί να παραμένει χαμηλότερο από τις αρχικές προσδοκίες των τραπεζών, γεγονός που, με τη σειρά του, συνέβαλε στη διατήρηση του beta καταθέσεων σε μέτρια επίπεδα.
Η ΕΚΤ είναι η δεύτερη κύρια πηγή χρηματοδότησης για τις ελληνικές τράπεζες, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 8% της ρευστότητας στα τέλη Ιουνίου 2023. Στα τέλη Ιουνίου 2023, οι ελληνικές τράπεζες είχαν περίπου εκκρεμή χρηματοδότηση 20 δισ. ευρώ από την ΕΚΤ, κυρίως από τα TLTRO III, μειωμένη κατά 60 % από τις αρχές Νοεμβρίου 2022, μετά από πρόωρες αποπληρωμές και λήξεις. Η εκκρεμής χρηματοδότηση από την ΕΚΤ των ελληνικών τραπεζών αντιπροσώπευε περίπου το 3% του συνολικού Ευρωσυστήματος. Παρά τις αποπληρωμές TLTRO III, η θέση ρευστότητας του κλάδου παρέμεινε υγιής στο τέλος Ιουνίου 2023, με μέσο δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) πάνω από 200%, μέσο καθαρό δείκτη σταθερής χρηματοδότησης (NSFR) περίπου 130% και τον δείκτη δανείων προς καταθέσεις στο 68%.
«Οι τίτλοι χρέους που εκδόθηκαν αντιπροσώπευαν μόλις το 4% της χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών στα τέλη Ιουνίου 2023, αν και προσδοκούμε ότι οι τράπεζες πιθανότατα θα εκδώσουν περισσότερα ομόλογα τα επόμενα χρόνια για να ανταποκριθούν στις τελικές κανονιστικές απαιτήσεις MREL έως το τέλος του 2025. Ωστόσο, οι εκδόσεις ενδέχεται να είναι χαμηλότερες από τις αρχικές προσδοκίες λαμβάνοντας υπόψη τα πρόσφατα καλά επίπεδα παραγωγής οργανικού κεφαλαίου» επισημαίνει ο καναδικός οίκος.