Σε θετικά επίπεδα κινήθηκε ο Δείκτης Εξαγωγικών Προσδοκιών ECI ΣΕΒΕ-DHL με το κλίμα να βελτιώνεται σημαντικά σε σύγκριση με τα δύο προηγούμενα εξάμηνα και την αισιοδοξία να επικρατεί, φτάνοντας τις 126,0 μονάδες. Μάλιστα, σημειώνει σε ανακοίνωσή του ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων (ΣΕΒΕ) αυτή ήταν η δεύτερη καλύτερη επίδοση των τριών τελευταίων ετών μετά τις 142,1 μονάδες του α’ εξαμήνου 2021.
Ο Δείκτης ECI ΣΕΒΕ-DHL αναπτύχθηκε στις ακόλουθες τέσσερις ενότητες: εξαγωγές, εγχώριες πωλήσεις, διεθνείς και εγχώριες οικονομικές συνθήκες, ενώ το θέμα επικαιρότητας εστίασε στην αύξηση του λειτουργικού κόστους. Επίσης, στο υφιστάμενο τεύχος ο Δείκτης Εξαγωγικών Προσδοκιών αναπροσαρμόστηκε, θέτοντας νέους συντελεστές βαρύτητας σε κάθε μία από τις τέσσερις βασικές ενότητες ώστε να ανταποκρίνεται με μεγαλύτερη ακρίβεια στις προσδοκίες των Ελλήνων εξαγωγέων. Η αναπροσαρμογή έγινε σε όλα τα αποτελέσματα του δείκτη από το β’ εξάμηνο του 2016 έως και το α’ εξάμηνο του 2023. Συγκεκριμένα, οι συντελεστές βαρύτητας ανά ενότητα διαμορφώθηκαν ως εξής:
- Εξαγωγές: 50%
- Διεθνείς Οικονομικές Συνθήκες: 20%
- Εγχώριες Πωλήσεις: 15%
- Εγχώριες Οικονομικές Συνθήκες: 15%
Στο ίδιο πλαίσιο, και για πρώτη φορά στο 14ο τεύχος, έγινε αλλαγή της ονομασίας από «TCI-Trade Confidence Index» σε «ECI-Exports Confidence Index» δίνοντας έτσι μεγαλύτερη έμφαση στον τομέα των εξαγωγών. Η κατάρτιση του δείκτη πραγματοποιήθηκε από το ΙΕΕΣ του ΣΕΒΕ σε συνεργασία με την εταιρία DHL, μέλος του ΣΕΒΕ.
Πιο συγκεκριμένα, ο Δείκτης ΕCI SEVE-DHL για το 1ο εξάμηνο του 2023 διαμορφώθηκε σε 126,0 μονάδες (όπου ECI>100 = αισιοδοξία και ECI<100 = απαισιοδοξία) έναντι 105,1 μονάδων του 2ου εξαμήνου του 2022 και 98,2 μονάδων του 1ου εξαμήνου του 2022. Η αύξηση συγκριτικά με το προηγούμενο εξάμηνο ανήλθε σε 20,9 μονάδες. Η υλοποίηση της έρευνας έγινε από το Ινστιτούτο Εξαγωγικών Ερευνών & Σπουδών (ΙΕΕΣ) του ΣΕΒΕ, με Επιστημονικό Σύμβουλο τον Καθηγητή Ιωάννη Χατζηδημητρίου, Διευθυντή του Μεταπτυχιακού Προγράμματος στις Διεθνείς Επιχειρηματικές Δραστηριότητες του Πανεπιστημίου
Αναλυτικά:
- Σε 55% διαμορφώθηκε το ποσοστό των θετικών εκτιμήσεων σχετικά με την πορεία των εξαγωγών, ενώ αντίστοιχα τα αποτελέσματα που αφορούσαν στην σταθερότητα και τη μείωση συγκέντρωσαν το 33% και το 12% του δείγματος.
- Βελτιωμένες ήταν οι προσδοκίες σχετικά με τις διεθνείς οικονομικές συνθήκες σε σύγκριση με το προηγούμενο εξάμηνο καθώς το 25% αναμένει βελτίωση, το 41% σταθερότητα και το 34% επιδείνωση.
- Οι μισές επιχειρήσεις αναμένουν αύξηση των εγχώριων πωλήσεών τους στο α’ εξάμηνο του 2023 με το αντίστοιχο ποσοστό να ανέρχεται σε 50% και τα ποσοστά σταθερότητας και μείωσης να διαμορφώνονται σε 39% και 11% αντίστοιχα.
- Σε ό,τι αφορά στις εγχώριες οικονομικές συνθήκες, το μεγαλύτερο μερίδιο -και συγκεκριμένα το 52%- επέλεξε ως απάντηση την σταθερότητα, το 26% επέλεξε ως απάντηση την βελτίωση και το 22% ως απάντηση την επιδείνωση.
- Θέμα Επικαιρότητας: Αύξηση Λειτουργικού Κόστους. Στην αύξηση του λειτουργικού κόστους (λόγω αύξησης κατώτατου μισθού, πληθωριστικών πιέσεων και ανόδου των επιτοκίων δανεισμού) επικεντρώθηκε το θέμα επικαιρότητας και στο πώς αναμένεται να επηρεαστούν οι επιχειρήσεις. Σε ό,τι αφορά στις εξαγωγές, το 51% εκτιμά πως δεν θα επηρεαστεί, ενώ το 45% εκτιμά πως θα επηρεαστεί αρνητικά, με το 84% εξ αυτών να αναμένει μικρή μείωση από 0% μέχρι 10%. Ακολούθως, το 59% δήλωσε πως η πρόσθετη επιβάρυνση που προκύπτει από το αυξημένο λειτουργικό κόστος περνάει στην τελική τιμή των προϊόντων ή/και υπηρεσιών τους, ενώ το 66% του δείγματος θεωρεί πως αποτελεί πλήγμα στη διεθνή ανταγωνιστικότητα των προϊόντων ή/και υπηρεσιών τους και κατ’ επέκταση στην επιχείρησή του.
Η άνοδος του –αναπροσαρμοσμένου- δείκτη προήλθε κυρίως από τη βελτίωση των αποτελεσμάτων σχετικά με τις διεθνείς και τις εγχώριες οικονομικές συνθήκες, τα οποία στο προηγούμενο εξάμηνο ήταν εξαιρετικά απαισιόδοξα με την «επιδείνωση» να συγκεντρώνει πάνω από 60%. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και η βελτίωση των προσδοκιών σχετικά με τις εγχώριες πωλήσεις, με την «αύξηση» να φτάνει το 50%, έναντι 37% στο β’ εξάμηνο του 2022.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο διάστημα 14/04/23–19/05/23 σε επιλεγμένο δείγμα 250 εξαγωγικών επιχειρήσεων από όλη τη χώρα (οι 224 ανταποκρίθηκαν). Η επιλογή των επιχειρήσεων έγινε μέσω διαστρωματικής δειγματοληψίας, στα πρότυπα αντίστοιχων ερευνών που πραγματοποιούνται από εγχώριους και διεθνείς οργανισμούς, ενώ για τη συλλογή των στοιχείων των επιχειρήσεων αξιοποιήθηκε η βάση δεδομένων της ICAP. Ειδικότερα, με αρχικό κριτήριο τις επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο πάνω από €1.000.000, το δείγμα περιλαμβάνει επιχειρήσεις από πρωτογενή παραγωγή, βιομηχανία και εμπόριο.