Επενδυτικό ταξίδi πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα τις προηγούμενες, με την συμμετοχή εκπροσώπων μεγάλων διεθνών επενδυτικών funds. Το "reverse roadshow", όπως αποκαλείται, διοργάνωσε HSBC με τη υποστήριξη του Χρηματιστηρίου Αθηνών, και με κύριο στόχο την ανάδειξη των προοπτικών των ελληνικών εισηγμένων εταιρειών και την προώθηση του επενδυτικού κλίματος.
Κατά τη διάρκεια της τριήμερης αυτής εκδήλωσης, οι εκπρόσωποι των επενδυτικών κεφαλαίων συναντήθηκαν με ανώτατα στελέχη εταιρειών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, συμπεριλαμβανομένου του Ομίλου του Χρηματιστηρίου Αθηνών (ΕΧΑΕ), καθώς και με στελέχη της κυβέρνησης και άλλους θεσμικούς παράγοντες.
Οι επενδυτές της HSBC συμφώνησαν ότι η ανάπτυξη της χώρας παραμένει σταθερή, αποσυνδεδεμένη από την ευρωζώνη, καθώς η χώρα εξακολουθεί να συγκεντρώνει τις δυνάμεις της από την κρίση δημόσιου χρέους, τα υψηλότερα επιτόκια δεν έχουν μεγάλο αρνητικό αντίκτυπο μέχρι στιγμής και το κόστος των πλημμυρών φαίνεται διαχειρίσιμο και η αναπτυξιακή δυναμική είναι ισχυρή.
«Στις 8 Σεπτεμβρίου, η Ελλάδα αναβαθμίστηκε σε επενδυτική βαθμίδα από τη DBRS, με τα ελληνικά κρατικά ομόλογα να είναι πλέον αποδεκτά ως ενέχυρο στην ΕΚΤ χωρίς να χρειάζονται waiver και με χαμηλότερο κούρεμα από αυτό που εφαρμόζεται. Μια περαιτέρω αναβάθμιση από τον οίκο της S&P την 20η Οκτωβρίου ή τη Fitch Ratings την 1η Δεκεμβρίου θα μπορούσε να σημάνει την ένταξη της χώρας και στους δείκτες ομολόγων σε επενδυτική βαθμίδα, γεγονός που θα συμβάλει και στη διεύρυνση της βάσης των επενδυτών», επισημαίνει η HSBC.
Όπως σημειώνει η βρετανική τράπεζα, «η ανάπτυξη παραμένει σταθερή, αποσυνδεδεμένη από την ευρωζώνη, καθώς η χώρα εξακολουθεί να συγκεντρώνει τις δυνάμεις της από την κρίση δημόσιου χρέους. Τα υψηλότερα επιτόκια δεν έχουν μεγάλη αρνητική επίδραση ή αντίκτυπο μέχρι στιγμής και το κόστος των πλημμυρών φαίνεται διαχειρίσιμο. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι με τους οποίους μιλήσαμε στην Αθήνα βλέπουν περιορισμένες επιπτώσεις από τα υψηλότερα επιτόκια, παρόλο που ο δανεισμός και η αύξηση των δανείων έχει επιβραδυνθεί. Αν και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έχει διευρυνθεί πρόσφατα, τα υψηλά επίπεδα άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) παρέχουν μια πιο σταθερή πηγή χρηματοδότησης από ό,τι στο παρελθόν».
«Με πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα, περίπου 38 δισ. ευρώ ταμειακά αποθέματα (18% του ΑΕΠ) και το χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ να μειώνεται με ταχείς ρυθμούς, την κυβέρνηση να εξακολουθεί να επικεντρώνεται στην πλευρά της προσφοράς και τις μεταρρυθμίσεις, οι εγχώριοι παράγοντες και οι επενδυτές συμφώνησαν ότι το να ακολουθήσει η Ελλάδα μια παρόμοια πορεία με την Πορτογαλία όσον αφορά τα κρατικά spreads είναι προβλεπόμενη», σημειώνει η τράπεζα.
Αναφορικά με τις τράπεζες, η HSBC εκτιμά ότι ένας ακόμη γύρος αναβαθμίσεων των καθαρών εσόδων από τόκους φαίνεται πιθανός για τις τράπεζες, λόγω της πολύ χαμηλής μετακύλισης των υψηλότερων επιτοκίων στις καταθέσεις.
Η αποεπένδυση του ΤΧΣ, το χρονοδιάγραμμα του και οι δυνατότητες επιστροφής κεφαλαίου ήταν άλλα βασικά σημεία συζήτησης μεταξύ των επενδυτών που ταξίδεψαν και των εγχώριων παραγόντων.
Η Ελλάδα επλήγη πρόσφατα από πλημμύρες σε μια περιοχή που αντιπροσωπεύει το 15% των γεωργικής παραγωγής. Σύμφωνα με τους περισσότερους οικονομολόγους, ο βραχυπρόθεσμος αντίκτυπος στην ανάπτυξη θα πρέπει να είναι περιορισμένος και το δημοσιονομικό κόστος διαχειρίσιμο. Η κυβέρνηση επαναβεβαίωσε το στόχο για το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα στο 0,7% του ΑΕΠ για φέτος, ο οποίος θα πρέπει να είναι εφικτός δεδομένης της υπεραπόδοσης μέχρι σήμερα και επειδή η ΕΕ είναι πρόθυμη να συνεισφέρει έως και 2,5 δισ. ευρώ από πρόσθετα κονδύλια της ΕΕ για τις πλημμύρες στη Θεσσαλία.
«Ενώ οι δείκτες δραστηριότητας κατευθύνονται χαμηλότερα σε μεγάλο μέρος της ΕΕ, ο ρυθμός αύξησης του ελληνικού ΑΕΠ επιταχύνθηκε το β΄ τρίμηνο του 2023 (από 2,1% σε ετήσια βάση σε 2,7%), με κινητήρια δύναμη την κατανάλωση. Οι δείκτες PMI παραμένουν αρκετά πάνω από το όριο του 50 και ο δείκτης κλίματος της ΕΕ αυξήθηκε σε υψηλό 17 μηνών τον Αύγουστο. Ο τουρισμός βρίσκεται πάνω από τα προ της πανδημίας επίπεδα και η χρήση του NGEU της ΕΕ, από το οποίο η Ελλάδα έχει αντλήσει 35 δισ. ευρώ (18% του ΑΕΠ), επιταχύνεται, ιδίως για τα δάνεια που χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση ιδιωτικών και όχι δημόσιων επενδύσεων. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι, με τους οποίους είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσαμε στην Αθήνα, βλέπουν περιορισμένες επιπτώσεις από τα υψηλότερα επιτόκια, αν και η αύξηση των δανείων έχει επιβραδυνθεί. Παρόλο που το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έχει διευρυνθεί πρόσφατα, σε όλη τη διάρκεια τα υψηλά επίπεδα ξένων επενδύσεων παρέχουν μια πιο σταθερή πηγή χρηματοδότησης από ότι στο παρελθόν», καταλήγει η βρετανική τράπεζα