Όπως ανέφερε μιλώντας στο Σεμινάριο Υψηλού Επιπέδου EUROFI 2023, «οι εμπορικές τράπεζες πρέπει να προετοιμαστούν για ένα πιο δυσμενές τραπεζικό και μακροοικονομικό περιβάλλον εξαιτίας της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής». Όπως εξήγησε οι αυξήσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ μέχρι τώρα επηρέασαν θετικά την κερδοφορία των εμπορικών τραπεζών μέσω της αύξησης του καθαρού περιθωρίου επιτοκίου (επειδή τα επιτόκια των δανείων αναπροσαρμόζονται άμεσα ενώ τα επιτόκια καταθέσεων με σημαντική χρονική υστέρηση). Ωστόσο, αυτό, όπως είπε, δεν αναμένεται να συνεχιστεί, εξαιτίας της σταδιακής αύξησης των επιτοκίων καταθέσεων, της αύξησης του κόστους χρηματοδότησης στις αγορές χρήματος και της μείωσης της ζήτησης για δάνεια.
Προσοχή συνέστησε και για τις επιχειρήσεις του μη τραπεζικού χρηματοπιστωτικού τομέα, αμοιβαία κεφάλαια χρηματαγοράς, αντισταθμιστικά κεφάλαια, ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια, εταιρίες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, ασφαλιστικές επιχειρήσεις, συνταξιοδοτικά ταμεία κ.λπ, καθώς τα υψηλότερα επιτόκια, ο χαμηλός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης και οι υψηλές αποτιμήσεις των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων συνιστούν παράγοντες ανησυχίας, πολύ δε περισσότερο λόγω των διαφόρων μορφών έκθεσης των τραπεζών στο μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα.
Αναφερόμενος τέλος στις δημοσιονομικές εξελίξεις, υποστήριξε ότι είναι επιτακτική ανάγκη ο δημοσιονομικός προσανατολισμός να παραμείνει περιοριστικός και οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες (που είναι πιο ευέλικτοι και αποφεύγουν την προκυκλικότητα των προηγούμενων) να ισχύουν στην ευρωζώνη από τις αρχές του 2024.