Η Eurobank δημοσίευσε μια καινούρια μελέτη με τίτλο «Η Έξαρση του Πληθωρισμού και μία Έρευνα Κόστους Επιχειρήσεων ΙΙ», η οποία αποσκοπεί στην διερεύνηση της εξέλιξης του πληθωρισμού με την πάροδο του χρόνου αλλά και την προσαρμογή των επιχειρήσεων στις νέες συνθήκες.
Στην Ελλάδα, ο πληθωρισμός έχει αποκλιμακωθεί και πολύ πιο γρήγορα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ωστόσο, τους τελευταίους δύο μήνες έχει καταγραφεί αύξηση στον βασικό δείκτη του πληθωρισμού και προβλέπεται να αυξηθεί περεταίρω εξαιτίας των επικείμενων αυξήσεων των τιμών των βασικών προϊόντων λόγω των καταστροφών της πρόσφατης πλημμύρας στη Θεσσαλία. Η πίεση που νιώθουν τα νοικοκυριά στους προϋπολογισμούς τους όμως μετριάζεται από την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας.
Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων έχει επηρεαστεί από την αύξηση του κόστους των πρώτων υλών: το 47% των ερωτηθέντων απάντησε ότι το συνολικό κόστος της επιχείρησης αυξήθηκε πάνω από 10% εξαιτίας της αύξησης του κόστους πρώτων υλών, με μεγαλύτερη επίπτωση στους κλάδους κατασκευών, μεταποίησης και χονδρεμπορίου. Το 55% των επιχειρήσεων απάντησε ότι η αύξηση του κόστους πρώτων υλών έχει επηρεάσει τις πωλήσεις τους. Ωστόσο, μόνο το 33% των ερωτηθέντων απάντησε ότι η τελική τιμή του προϊόντος αυξήθηκε πάνω από 10%, γεγονός που υποδηλώνει μερική απορρόφηση του αυξημένου κόστους ή ότι άλλα κόστη (πχ. εργατικό) δεν αυξήθηκαν αντίστοιχα. Όσον αφορά την αύξηση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας, ήταν πάνω από 10% για το 34% των επιχειρήσεων, με μεγαλύτερη επίπτωση στο Hotel & Leisure και τη Μεταποίηση.
Το 53% των επιχειρήσεων απάντησαν ότι δεν σχεδιάζουν να πραγματοποιήσουν καμία επένδυση, παρά το γεγονός ότι το 47% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι δεν έχουν προβεί σε κανενός είδους επένδυση την τελευταία διετία για τον εκσυγχρονισμό της επιχείρησής τους και παρά τις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για τα επόμενα έτη. Αυτό το γεγονός είναι ενδεικτικό του επενδυτικού κενού στην ελληνική οικονομία. Εξίσου σημαντικό, υπάρχει μία συσχέτιση του μεγέθους της επιχείρησης με την ετοιμότητα διεξαγωγής επενδύσεων για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις της έρευνας επενδύουν περισσότερο, καθώς αξιοποιούν οικονομίες κλίμακος μέσω βελτιστοποίησης διαδικασιών παραγωγής. Επιπλέον, δύνανται να διαπραγματευθούν από καλύτερη θέση με τους προμηθευτές τους αλλά ακόμα και να μετακυλήσουν, σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι μικρές επιχειρήσεις, το αυξημένο κόστος στον τελικό καταναλωτή.
Οι μικρότερες επιχειρήσεις παρουσιάζονται πιο εσωστρεφείς κι επενδύουν λιγότερο. Ωστόσο, περίπου οι μισές επιχειρήσεις είναι ενήμερες για τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά προγράμματα που προσφέρονται μέσω των διαφόρων θεσμών (ΕΣΠΑ, Αναπτυξιακός Νόμος, Εξοικονομώ-Επιχειρώ) και, σε μεγάλο ποσοστό, δηλώνουν ότι θα κάνουν αίτηση για τα διάφορα χρηματοδοτικά εργαλεία, ενδεικτικό ότι τα αντιλαμβάνονται ως εργαλεία ρευστότητας και λιγότερο ως αναπτυξιακά εργαλεία.
Οι περισσότερες επιχειρήσεις διαχειρίζονται την αύξηση του κόστους αλλά δεν έχουν κάποιο πλάνο εξόδου από τον κύκλο της ακρίβειας. Στον αντίποδα, το 29% των επιχειρήσεων απάντησε ότι σχεδιάζει να προβεί σε επέκταση σε νέες αγορές και κανάλια πώλησης, ως μέτρο αντιμετώπισης της αύξησης του κόστους πρώτων υλών και ένα 14% προσανατολίζεται σε επενδύσεις με σκοπό τη μείωση του κόστους πρώτων υλών και της ηλεκτρικής ενέργειας που έχουν αυξηθεί.
Παρά ταύτα, το ενδιαφέρον για επενδύσεις είναι μεγαλύτερο σε σχέση με το παρελθόν, πράγμα λογικό δεδομένου ότι οι μισές από τις ερωτώμενες επιχειρήσεις δεν έχουν προβεί σε κανενός είδους επένδυση τα δυο τελευταία χρόνια για τον εκσυγχρονισμό τους, κάτι που ενδεχομένως να λειτουργούσε ως ανάχωμα στην αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους.
Εν κατακλείδι, τα ευρήματα της μελέτης αναδεικνύουν την ανάγκη όλοι οι φορείς να εντατικοποιήσουν την προσπάθεια ενημέρωσης των επιχειρήσεων για όλες τις δράσεις – που είναι πολλές και σύνθετες μερικές φορές – ώστε να καταρριφθούν οι μύθοι προσβασιμότητας, είτε σε προγράμματα επιχορηγήσεων είτε σε προγράμματα χαμηλότοκου δανεισμού, και να ενισχυθεί η επενδυτική προσπάθεια των επιχειρήσεων.