Τόσο ο Σεπτέμβριος, όσο και το γ’ τρίμηνο, είχαν κακές επιδόσεις για το Χρηματιστήριο Αθηνών αλλά και τις αγορές συνολικά, σύμφωνα με τη μηνιαία ανάλυση της γερμανικής τράπεζας Deutsche Bank για τις αποδόσεις των αγορών ανά τον κόσμο . Πάντως το Χ.Α. διατηρεί την υψηλή του επίδοση σε ό,τι αφορά τις αποδόσεις από τις αρχές του έτους καθώς με κέρδη 32,8% έρχεται στη δεύτερη θέση διεθνώς μετά τον ρωσικό ΜΟΕΧ, ο οποίος καταγράφει άνοδο 52,2%.
«Κατά τη διάρκεια του γ’ τριμήνου, μόλις 11 από τις από τα 38 μη νομισματικά περιουσιακά στοιχεία που παρακολουθούμε ήταν σε θετικό έδαφος και το Σεπτέμβριο, μόνο 7 ήταν θετικά, καθιστώντας το Σεπτέμβριο, μέχρι στιγμής, το χειρότερο μήνα του 2023», εξηγούν οι Henry Allen και Jim Reid της Deutsche Bank.
To XA, με την πτώση κατά 7,9% το Σεπτέμβριο, έφερε τον Γενικό Δείκτη προτελευταίο από τις 38 αγορές τον προηγούμενο μήνα αλλά και τελευταίο στο τρίτο τρίμηνο με -5,1%. Η εικόνα αντιστρέφεται προς το καλύτερο σε επίπεδο εννεαμήνου, καθώς με την επίδοση του +32,8% ο Γενικός Δείκτης των Αθηνών παρέμεινε δεύτερος σε επιδόσεις μεταξύ των αγορών που παρακολουθεί η Deutsche Bank και πρώτος όταν ληφθούν υπόψη οι δολαριακές επιδόσεις των 38 αγορών.
Ο γερμανικός DAX, ο γενικός δείκτης του χρηματιστηρίου της Πορτογαλίας και ο Hang Seng ακολουθούν το Χ.Α. ως τα assets με τις χειρότερες αποδόσεις στο τρίμηνο, ενώ σε επίπεδο μήνα το ασήμι, ο πορτογαλικός δείκτης και ο DAX ακολουθήσαν το Χ.Α. στις μεγαλύτερες απώλειες διεθνώς.
«Υπάρχουν διάφορες αιτίες για τη αρνητική πορεία των αγορών, αλλά μια σημαντική ήταν η αυξανόμενη αίσθηση ότι οι κεντρικές τράπεζες ήταν πιθανό να διατηρήσουν τα επιτόκια υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, παράλληλα με την άνοδο του πετρελαίου κατά 20 δολάρια ανά βαρέλι κατά τη διάρκεια του τριμήνου. Οι απώλειες προσέθεσαν, επίσης, στη φήμη του Σεπτεμβρίου ως του χειρότερου μήνα για τις χρηματοπιστωτικές αγορές τα τελευταία χρόνια. Πράγματι, ήταν η 4η συνεχόμενη χρονιά που ο δείκτης S&P 500 και ο ευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 σημείωσαν πτώση το Σεπτέμβριο, καθώς και η 7η συνεχόμενη χρονιά που το παγκόσμιος δείκτης ομολόγων του Bloomberg ήταν πτωτικός», επισημαίνουν οι Allen και Reid.
Σύμφωνα με την ανάλυση, οι κεντρικές τράπεζες διαδραμάτισαν ρόλο σε αυτό το sell-off. Για παράδειγμα, στη συνεδρίαση της Fed τον Σεπτέμβριο, η FOMC υποδήλωσε ότι θα υπάρξουν λιγότερες μειώσεις επιτοκίων το επόμενο έτος από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως. Αυτό αντανακλάται και στην τιμολόγηση της αγοράς, με το χρονοδιάγραμμα της πρώτης μείωσης των επιτοκίων κατά 25 μ.β από τη Fed να μετακινείται από το δεύτερο τρίμηνο του 2024 στο τρίτο τρίμηνο του 2024. Εν τω μεταξύ, η ΕΚΤ αύξησε το επιτόκιο καταθέσεων στο ιστορικό υψηλό του 4% τον Σεπτέμβριο.
Οι ανησυχίες για τον πληθωρισμό παρέμειναν επίσης στο παρασκήνιο, εν μέρει χάρη στη νέα άνοδο των τιμών του πετρελαίου κατά το τρίτο τρίμηνο. Οι τιμές του αργού πετρελαίου Brent αυξήθηκαν κατά 27,2% στα 95,31δολ./βαρέλι, που είναι η μεγαλύτερη τριμηνιαία άνοδος από το πρώτο τρίμηνο του 2022, όταν ξεκίνησε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Εν μέρει, αυτό ακολούθησε την είδηση ότι η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία επέκτειναν τις περικοπές παραγωγής τους μέχρι το τέλος του έτους. Στο μεταξύ, υπήρξε επίσης αυξανόμενη εστίαση στα επίμονα δημοσιονομικά ελλείμματα και στον αντίκτυπο που θα είχε στα επιτόκια, ιδίως μετά την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας των ΗΠΑ από την Fitch Ratings.
Ένα άλλο θέμα του τριμήνου ήταν οι αυξανόμενες ενδείξεις ότι τα παγκόσμια οικονομικά δεδομένα επιβραδύνονται. Στις ΗΠΑ, ο μέσος όρος τριμηνιαίας αύξησης των μη γεωργικών μισθολογίων ανέρχεται πλέον σε μόλις 150 χιλιάδες, που είναι η πιο αδύναμη ένδειξη από το αρχικό κύμα της πανδημίας το 2020. Και στην ευρωζώνη, ο σύνθετος PMI βρέθηκε σε έδαφος συρρίκνωσης σε όλο το τρίτο τρίμηνο, με μετρήσεις κάτω από 50 τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο.