Η Εθνική Τράπεζα επιχειρεί μια ενδεικτική αποτίμηση των πιθανών επιδράσεων στην οικονομική δραστηριότητα, με αφετηρία την εκτιμώμενη ζημιά στην αγροτική παραγωγή της Θεσσαλίας αλλά και τις ευρύτερες παραγωγικές επιπτώσεις πέρα των πλημμυρισμένων περιοχών.
Η Θεσσαλία αντιπροσωπεύει περίπου το 5% του ΑΕΠ της Ελλάδας, το 6,7% της συνολικής απασχόλησης, το 14% της καλλιεργήσιμης γης και το 7% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (ΠΑ) που παράγεται από την ελληνική μεταποίηση, με ακόμη μεγαλύτερη συμβολή στην παραγωγή αροτραίων καλλιεργειών (όπως το σιτάρι, βαμβάκι και καλαμπόκι), καθώς και στην παραγωγή φρούτων, λαχανικών, κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων και άλλων μεταποιημένων τροφίμων. Επιπλέον, η περιοχή αντιστοιχεί (άμεσα) στο 4,3% (€8,2 δισ.) των τραπεζικών καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα και στο 3,4% (€2,0 δισ.) του υπόλοιπου της χρηματοδότησης προς μη-χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Με βάση μια αρκετά συντηρητική υπόθεση για πλήρη απώλεια του 25% της παραγωγής του πρωτογενούς τομέα της Θεσσαλίας για το υπόλοιπο του έτους και τους πρώτους μήνες του 2024 – καθώς το μεγαλύτερο μέρος της πλημμυρισμένης γης δε θα μπορεί να καλλιεργηθεί για αρκετούς μήνες, ενώ πιο μακροπρόθεσμες ζημιές ενδέχεται να έχουν προκληθεί σε ορισμένες περιοχές – η εκτιμώμενη μείωση της τοπικής παραγωγής εκτιμάται ότι θα αγγίξει τα €0,15 δισ. μέχρι το τέλος του έτους. Η εν λόγω μείωση ισοδυναμεί σε περίπου 7% της ΠΑ αυτής της περιοχής κατά το 4ο τρίμηνο ή 1,7% της ετήσιας οικονομικής δραστηριότητας στη Θεσσαλία και έως το 6% της συνολικής αγροτικής παραγωγής στο σύνολο της χώρας.
Η τουριστική δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή υπέστη καθίζηση, η οποία υποθέτουμε ότι θα μεταφραστεί σε απώλεια του μεγαλύτερου τμήματος των τουριστικών εσόδων για το υπόλοιπο του έτους και ίσως και για τους πρώτους μήνες του 2024 (ήτοι σχεδόν 20% της ετήσιας δραστηριότητας στο συγκεκριμένο κλάδο σε επίπεδο περιφέρειας). Συγκεκριμένα, η ΠΑ του τουρισμού στην περιοχή αναμένεται να μειωθεί κατά 70% σε ετήσια βάση τους 4 μήνες μέχρι το Δεκέμβριο, αφαιρώντας 1 ποσοστιαία μονάδα από το ΑΕΠ της περιφέρειας το 4ο τρίμηνο (περίπου €20 εκατ.).
Ο άμεσος αντίκτυπος στις πληττόμενες περιοχές στη μεταποίηση, το χονδρικό/λιανικό εμπόριο και άλλους τομείς υπηρεσιών εκτιμάται ότι θα κυμανθεί στα €25-30 εκ. όσον αφορά τη μείωση της ΠΑ της περιφέρειας Θεσσαλίας (-1,3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ του 4ου τριμήνου της περιφέρειας), ωστόσο θα είναι πολύ μικρότερος αν συνεκτιμηθούν ορισμένες θετικές δευτερογενείς επιδράσεις. Συγκεκριμένα, οι ανωτέρω βραχυπρόθεσμες απώλειες εκτιμάται ότι θα αμβλυνθούν από τους ακόλουθους παράγοντες:
• Την ισχυρότερη δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή σε τομείς εκτός του αγροτικού (όπως μη-τουριστικές υπηρεσίες παρεχόμενες προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά, υποτομείς λιανικού/χονδρικού εμπορίου και μεταποίησης), προς τις οποίες θα διοχετευθούν οι έκτακτες δαπάνες των πληγέντων νοικοκυριών και των επιχειρήσεων προκειμένου να καλύψουν τις πιο άμεσες ανάγκες τους. Οι εν λόγω δαπάνες θα χρηματοδοτηθούν σε σημαντικό βαθμό από τις κρατικές μεταβιβάσεις, τις ασφαλιστικές αποζημιώσεις και δωρεές του ιδιωτικού τομέα.
• Τις αυξημένες δαπάνες και την αντίστοιχη προστιθέμενη αξία που σχετίζεται με την αυξανόμενη δραστηριότητα του δημόσιου τομέα αλλά και του κατασκευαστικού κλάδου, η οποία θα αντανακλά τα άμεσα έργα ανασυγκρότησης, αποκατάστασης ζημιών και ανακούφισης των πληγέντων ακόμη και με παροχές σε είδος.
• Αναδιάταξη της παραγωγής και της ζήτησης προς μη-πληγείσες περιοχές στην ίδια περιφέρεια, καθώς και σε άλλες περιοχές της χώρας.
Η βραχυπρόθεσμη κάμψη στην αγροτική παραγωγή σε συνδυασμό με την αναμενόμενη επιτάχυνση του πληθωρισμού (λίγο υψηλότερα του 4% το 4ο τρίμηνο), που επιτείνεται από τις υψηλότερες τιμές τροφίμων και πετρελαίου, θα επιβραδύνουν προσωρινά το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ μετά από ένα ισχυρό 9μηνο. Πράγματι, η ανθεκτική ανοδική τροχιά του ΑΕΠ επιβεβαιώθηκε από τα στοιχεία για το 6μηνο που δημοσιεύθηκαν το Σεπτέμβριο καθώς και από την πορεία των περισσότερων διαθέσιμων μηνιαίων δεικτών για το 3ο τρίμηνο.
Συγκεκριμένα, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ της Ελλάδας ανήλθε στο 2,7% σε ετήσια βάση (+1,3% σε τριμηνιαία βάση) το 2ο τρίμηνο του 2023, από 2,0% ετησίως (0,0% σε τριμηνιαία βάση) το 1ο τρίμηνο, υπερβαίνοντας το μέσο όρο της ευρωζώνης για περισσότερο από 2 έτη.
Οι περισσότεροι διαθέσιμοι δείκτες συγκυρίας και οι πρόδρομοι δείκτες για το 3ο τρίμηνο − ειδικά στον τομέα, των σχετιζόμενων με τον τουρισμό, υπηρεσιών και του εμπορίου (δείκτης οικονομικού κλίματος, κλαδικοί δείκτες επιχειρηματικού κλίματος, έσοδα από ΦΠΑ εκτός καυσίμων, τουριστικές αφίξεις) − προοιωνίζουν περαιτέρω επιτάχυνση το 3ο τρίμηνο, παρά τις πρώιμες ενδείξεις εξασθένισης το Σεπτέμβριο σε βιομηχανία και καταναλωτική εμπιστοσύνη. Οι ανωτέρω παράγοντες αναμένεται να οδηγήσουν σε επιβράδυνση του ετήσιου ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης στο 1,6% ετησίως το 4ο τρίμηνο από περίπου 2,7% κατά μ.ο. στο 9μηνο, οδηγώντας σε ετήσια αύξηση του ΑΕΠ, τουλάχιστον στο 2,4% για το 2023.
Ωστόσο, σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, τα περιφερειακά έργα αποκατάστασης των ζημιών καθώς και η επιτάχυνση και προτεραιοποίηση αναγκαίων επενδύσεων σε υποδομές και άλλες κεφαλαιουχικές δαπάνες, αναμένεται να ενδυναμώσουν τον ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά περίπου 0,5 ποσοστιαίες μονάδες το 2024 (σε τουλάχιστον 2,7% ετησίως) και κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες το 2025.