Οι ελληνικές τράπεζες δανείζονται φθηνά από τους καταθέτες και δανείζουν πανάκριβα τους δανειολήπτες με αποτέλεσμα να λειτουργούν με επιτοκιακό περιθώριο, το οποίο είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωζώνη, και παραπέμπει σε εκείνο με το οποίο λειτουργούν οι Τράπεζες των χωρών της Βαλτικής.
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τα στοιχεία που δημοσιοποίησε χθες η Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα και αφορούν στο δεύτερο τρίμηνο του 2023 ( Supervisory Banking Statistics for Significant Banks).
Σύμφωνα με αυτά λοιπόν το επιτοκιακό περιθώριο των Ελληνικών τραπεζών (δηλαδή η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων χορηγήσεων - καταθέσεων) διαμορφώθηκε στο 3,13%. Αμέσως υψηλότερο είναι το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο στη Λιθουανία 3,36%, Εσθονία 3,63% Λετονία 3,73%. Αντιθέτως σε χώρες του «σκληρού πυρήνα» του ευρώ όπως η Γερμανία , Γαλλία, Βέλγιο ακόμη και στην Ιρλανδία όπως προκύπτει από το σχετικό πίνακα οι τράπεζες λειτουργούν με σαφώς πιο χαμηλό περιθώριο επιτοκίου.
Παρόλο που οι Ελληνικές τράπεζες λειτουργούν με επιτοκιακό περιθώριο παρεμφερές εκείνων των χωρών της Βαλτικής η απόδοση επί των ιδίων κεφαλαίων τους είναι πολύ μικρότερη. Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της ΕΚΤ η απόδοση επί των ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών το δεύτερο τρίμηνο του 2023 διαμορφώθηκε στο 12,73%, ενώ το αντίστοιχο των τραπεζών της Βαλτικής είναι πολύ μεγαλύτερο και συγκεκριμένα πάνων από 20%, φθάνοντας μάλιστα το 27,87 % στην περίπτωση της Λιθουανίας.
Ετσι, η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών είναι πολύ κοντά με εκείνη των τραπεζών στο Βέλγιο (12,52%) ή την Ιταλία (13,73%), με τη διαφορά όμως ότι στις χώρες αυτές οι τράπεζες λειτουργούν με πολύ μικρότερο επιτοκιακό περιθώριο. Γεγονός που αντανακλάται στην μεγάλη αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους που εμφάνισαν οι ελληνικές τράπεζες στο διάστημα αυτό.
Οσον αφορά στις υπόλοιπες παραμέτρους που εξετάζει η περιοδική επισκόπηση της ΕΚΤ, οι Ελληνικές τράπεζες φαίνεται να διαθέτουν ισχυρή κεφαλαιακή βάση καθώς οι σχετικοί δείκτες κρίνεται ικανοποιητικός σε σχέση με τις απαιτήσεις που θέτει η ΕΚΤ, αν και είναι χαμηλότερος από το μέσο όρο της Ευρωζώνης.
Πιο συγκεκριμένα ό δείκτης βασικών κεφαλαίων CET1 των Ελληνικών τραπεζών διαμορφώθηκε το δεύτερο τρίμηνο του έτους στο 14,26%, έναντι 15,72% που είναι ο μέσος όρος. Στη Γερμανία ο σχετικός δείκτης των σημαντικών τραπεζών κυμαίνεται στο 16,42%, στο Βέλγιο στο 17,97%, στην Ιρλανδία 19,08%, στην Πορτογαλία στο 15,88% και στην Ιταλία στο 15,95%.
Τέλος τα κόκκινα δάνεια συνεχίζουν να αποτελούν την «Αχίλλειον πτέρνα» των ελληνικών τραπεζών, καθώς παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια το ποσοστό τους συνεχίζει να είναι το υψηλότερο μεταξύ των τραπεζών της Ευρωζώνης.
Πιο συγκεκριμένα ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) υποχώρησε στην Ελλάδα στο 4,71% έναντι 1,85% που είναι ο μέσος όρος της ευρωζώνης. Το ίδιο διάστημα ο σχετικός δείκτης ήταν στο 2,41% για τις Ιταλικές τράπεζες, ενώ ήταν μόλις στο 1,22% στο Βέλγιο, στο 1,07% στη Γερμανία και στο 1,69% στην Πορτογαλία.