Διαφωνία φαίνεται να υπάρχει ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής χάραξης νομισματικής πολιτικής της Fed που συνεδρίασε τον Σεπτέμβριο σύμφωνα με τα πρακτικά της που δημοσιεύτηκαν το βράδυ της Τετάρτης.
Ενώ υπήρχαν αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με την ανάγκη για μεγαλύτερη αυστηροποίηση των πολιτικών, υπήρχε ομοφωνία σε ένα σημείο – ότι τα επιτόκια θα πρέπει να παραμείνουν υψηλά μέχρι να πειστούν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ότι ο πληθωρισμός επιστρέφει στο 2%.
"Η πλειονότητα των συμμετεχόντων έκρινε ότι μια ακόμη αύξηση στο επιτόκιο σε μια μελλοντική συνάντηση θα ήταν πιθανώς κατάλληλη, ενώ ορισμένοι έκριναν ότι δεν θα δικαιολογούνταν περαιτέρω αυξήσεις" αναφέρουν τα πρακτικά της διήμερης συνεδρίασης 19-20 Σεπτεμβρίου που τελικά κατέληξε σε μια παύση των αυξήσεων.
Στο έγγραφο σημειώνεται ότι όλα τα μέλη της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοικτής Αγοράς για τον καθορισμό των επιτοκίων συμφώνησαν ότι θα μπορούσαν να «προχωρήσουν προσεκτικά» σε μελλοντικές αποφάσεις, οι οποίες θα βασίζονται στα εισερχόμενα δεδομένα και όχι σε κάποια προκαθορισμένη πορεία.
Ένα άλλο σημείο πλήρους συμφωνίας ήταν η πεποίθηση "ότι η πολιτική θα πρέπει να παραμείνει περιοριστική για κάποιο χρονικό διάστημα έως ότου η Επιτροπή βεβαιωθεί ότι ο πληθωρισμός κινείται σταθερά προς τα κάτω προς τον στόχο της".
Τα μέλη που τάχθηκαν υπέρ των περαιτέρω αυξήσεων στη συνεδρίαση εξέφρασαν την ανησυχία τους για τον πληθωρισμό. Μάλιστα, στα πρακτικά σημειώθηκε ότι «τα περισσότερα» μέλη της FOMC βλέπουν ανοδικούς κινδύνους για τις τιμές, μαζί με το ενδεχόμενο βραδύτερης ανάπτυξης και υψηλότερης ανεργίας.
Οι οικονομολόγοι της Fed σημείωσαν ότι η οικονομία έχει αποδειχθεί πιο ανθεκτική από ό,τι αναμενόταν φέτος, αλλά ανέφεραν έναν αριθμό κινδύνων. Η απεργία των αυτοκινητιστών, για παράδειγμα, αναμενόταν να επιβραδύνει «λίγο» την ανάπτυξη και ενδεχομένως να ωθήσει προς τα πάνω τον πληθωρισμό, αλλά μόνο προσωρινά.
Τα πρακτικά επισημαίνουν επίσης ότι οι καταναλωτές συνεχίζουν να δαπανούν παρότι οι αξιωματούχοι ανησυχούν ως προς τον αντίκτυπο των πιο αυστηρών πιστωτικών συνθηκών και τα λιγότερα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης.