Το ΙΟΒΕ διατηρεί την εκτίμηση του για ετήσια ανάπτυξη της τάξης του +2,4% σε πραγματικούς όρους, λαμβάνοντας υπόψη την επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας, σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού, σφιχτότερης δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής και αβεβαιότητας. Ως προς τις συνιστώσες, η κατανάλωση αναμένεται να συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη, με ετήσια αύξηση +1,6%, σε συνδυασμό με την ετήσια ενίσχυση των επενδύσεων κατά +3,0% (πάγιες επενδύσεις +10,0%). Στον εξωτερικό τομέα, αναμένεται μικρή βελτίωση του υψηλού ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, με τις εξαγωγές και τις εισαγωγές να αυξάνονται ετησίως το 2023 κατά +3,5% και +2,6% αντιστοίχως. Για το 2024, το ΙΟΒΕ εκτιμά παρόμοια με φέτος σε μέγεθος ετήσια ανάπτυξη, της τάξης του +2,4%. Ως προς τις συνιστώσες, μόνο οι επενδύσεις αναμένεται να υπερβούν την φετινή τους επίδοση, με υψηλότερη ετήσια διεύρυνση το 2024 (+7,8%) ενώ η κατανάλωση αναμένεται να επιβραδυνθεί (+1,0%). Στον εξωτερικό τομέα, η ήπια βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να συνεχιστεί, με τις εξαγωγές και τις εισαγωγές να αυξάνονται ετησίως το 2024 κατά +2,6% και +2,3% αντιστοίχως, όπως αναφέρθηκε σήμερα σε συνέντευξη Τύπου.
Κατά την παρουσίαση της Έκθεσης ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας, τόνισε ότι οι προκλήσεις του εξωτερικού περιβάλλοντος θέτουν σε κίνδυνο τη θετική δυναμική της ελληνικής οικονομίας. Μεταξύ άλλων, σε σχέση με τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον σημείωσε:
* Οι γεωπολιτικές εντάσεις ενισχύονται, με νέα ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή, συντήρηση του πολέμου στην Ουκρανία, αναζήτηση ευρύτερης κατεύθυνσης παγκόσμιας ισορροπίας.
* Το διεθνές εμπόριο πιέζεται από τις γεωπολιτικές εξελίξεις, το κόστος χρήματος και η αβεβαιότητα επηρεάζουν τις επενδύσεις και το κέντρο βάρους της οικονομίας μετακινείται εκτός Ευρώπης.
* Καταγράφεται επιμονή του δομικού πληθωρισμού, διατήρηση υψηλών κεντρικών επιτοκίων στο ορατό μέλλον, έλλειμμα στις παρεμβάσεις στην πλευρά της προσφοράς.
* Συνεκτιμώντας τις ανάγκες πράσινης μετάβασης και τις δημογραφικές πιέσεις, προκύπτει πως η άνοδος του βιοτικού επιπέδου στην Ευρώπη εξαρτάται από την εφαρμογή αποτελεσματικότερων κανόνων, ενίσχυση των ικανοτήτων των εργαζομένων και ενσωμάτωση καινοτόμων τεχνολογιών στην παραγωγή.
Σε σχέση με τις εξελίξεις στην εγχώρια οικονομία, o κ. Βέττας σημείωσε, μεταξύ άλλων:
* Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να κινείται με θετικό πρόσημο. Ο εγχώριος ρυθμός μεγέθυνσης είναι υψηλότερος από ό,τι στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, με σταδιακή αύξηση επενδύσεων και μείωση της ανεργίας.
* Η σταδιακή ανάκτηση της «επενδυτικής βαθμίδας» του δημοσίου, μετά από 13 έτη, αντανακλά την ενίσχυση της διεθνούς εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα. Για τη διαφύλαξή της, δεν αρκεί η βραχυπρόθεσμη δημοσιονομική ισορροπία αλλά είναι σημαντική η ενδυνάμωση της παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας μεσοπρόθεσμα.
* Βραχυχρόνια, οι πιέσεις στο εξωτερικό περιβάλλον δημιουργούν προκλήσεις σε δύο από τις πιο κρίσιμες για τις προοπτικές ανάπτυξης μεταβλητές της οικονομίας μας, δηλαδή τις εξαγωγές και τις επενδύσεις.
* Η ελληνική οικονομία κινείται από χαμηλή βάση ως προς τις επενδύσεις και την εργασία, και αντιμετωπίζει υψηλότερες προκλήσεις μεσοπρόθεσμα, ιδίως ως προς το δημόσιο χρέος και το δημογραφικό. Καθώς η ανεργία μειώνεται, όπως και το επενδυτικό κενό, για περαιτέρω μεγέθυνση θα είναι αναγκαία η άνοδος της παραγωγικότητας και η προσέλκυση νέων πόρων.
* Για να υπάρξει συνεχιζόμενη και βιώσιμη άνοδος των εισοδημάτων, είναι απαραίτητο να υπάρξει στροφή σε δραστηριότητες υψηλής παραγωγικότητας που θα παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες με υψηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα. Πέρα από την ανάκαμψη τομέων που παραδοσιακά έχουν μεγάλη βαρύτητα για την οικονομία μας, όπως η αγορά ακινήτων και ο τουρισμός, κρίσιμο είναι να ενισχυθούν συστηματικά η μεταποίηση και κλάδοι υψηλής τεχνολογίας.
* Συνολικά, αλλαγές στο κράτος, τις υποδομές και τις βασικές υπηρεσίες, όπως η δικαιοσύνη και η εκπαίδευση, πρέπει να υποστηρίξουν την επιχειρηματικότητα, ιδίως στους καινοτόμους και εξωστρεφείς τομείς.