Νέο σύστημα που θα διευκολύνει την πρόσβαση στα δεδομένα καταθέσεων, χορηγήσεων, επενδύσεων, θυρίδων ή ακόμα και των ηλεκτρονικών πορτοφολιών των φορολογουμένων που ελέγχονται, ενεργοποιεί από το 2024 η Εφορία, με στόχο να γίνει ευκολότερος ο προσδιορισμός της φορολογητέας ύλης, για φορολογούμενους που ελέγχει για φοροδιαφυγή και «μαύρο χρήμα»..
Πρόκεται για το σύστημα Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας που θα αξιοποιεί τα δεδομένα του Αρχείου Χρηματοπιστωτικών Προϊόντων και Αναλυτικών Χρηματοπιστωτικών Συναλλαγών με στόχο την ταχεία λήψη και επεξεργασία στοιχείων και πληροφοριών που αφορούν σε ελεγχόμενα πρόσωπα, κατά τρόπο τυποποιημένο και ενιαίο. Έτσι, ο προσδιορισμός της φορολογητέας ύλης γίνεται πολύ πιο εύκολη υπόθεση και ανοίγει ο δρόμος για να μπει φρένο σε φαινόμενα εκτεταμένης φοροδιαφυγής τα οποία αναδείχθηκαν και κατά τις διασταυρώσεις στοιχείων 3,8 εκατομμυρίων δηλώσεων με δηλωθέντα εισοδήματα κάτω των 10.000 ευρώ.
Απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) Γιώργου Πιτσιλή, ορίζει τη σύσταση Συστήματος Αυτοματοποιημένου Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας με στόχο την άμεση διαβίβαση των αρχείων αιτημάτων άρσης απορρήτου χρηματοπιστωτικών δεδομένων.
Για την άρση του απορρήτου, μέσω του συστήματος, προϋπόθεση είναι η γνώση και συμπλήρωση του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) του φυσικού ή νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας για το οποίο πραγματοποιείται η άρση του τραπεζικού απορρήτου. Ενώ, για την υποβολή αιτήματος άρσης πρέπει να έχουν προηγηθεί όλες οι απαραίτητες διαδικασίες έγκρισης της άρσης του τραπεζικού απορρήτου που προβλέπονται για τις ελεγκτικές υπηρεσίες.
Στο νέο σύστημα θα πρέπει να διαβιβάζουν δεδομένα οι τράπεζες και εν γένει τα χρηματοδοτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων και των υποκαταστημάτων αλλοδαπών τραπεζών, τα ιδρύματα πληρωμών και τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, τα οποία δραστηριοποιούνται στην ελληνική επικράτεια, με ή χωρίς φυσική εγκατάσταση, και τηρούνται στο Μητρώο της Τράπεζας της Ελλάδας.
Τα στοιχεία που θα αποστέλλουν τραπεζικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αφορούν: καταθέσεις πρώτης ζήτησης και προθεσμιακές, χορηγήσεις, επενδυτικούς λογαριασμούς με παντός είδους χαρτοφυλάκια επενδυτικών προϊόντων και αξιογράφων, όπως αμοιβαία κεφάλαια, ομόλογα, μετοχές, τραπεζοασφάλιστρα, παράγωγα, Repos. Ακόμα: πιστωτικές κάρτες, τραπεζικές θυρίδες, λογαριασμούς πληρωμών, προπληρωμένες κάρτες και ηλεκτρονικά πορτοφόλια.
Σύμφωνα με την απόφαση, τα στοιχεία και οι πληροφορίες που διαβιβάζονται θα ανατρέχουν έως και μια δεκαετία πίσω, από την ημερομηνία υποβολής κάθε αιτήματος παροχής πληροφοριών ενώ κάθε αίτημα πρέπει να απαντηθεί το αργότερο εντός δύο εργάσιμων ημερών. Στις περιπτώσεις που το αίτημα καταλαμβάνει ελεγχόμενο διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών, η αποστολή των αιτούμενων αρχείων διενεργείται εντός πέντε εργάσιμων ημερών.
Ως ημερομηνία έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας του Συστήματος και ένταξης των υπόχρεων στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα έχει οριστεί η 1η Ιανουαρίου 2024. Στην απόφαση όμως διευκρινίζεται πως αν κάποια υπόχρεα ιδρύματα δεν έχουν ολοκληρώσει τη διαδικασία ένταξης μέχρι την Πρωτοχρονιά, μπορούν να υποβάλουν αίτημα παράτασης της προθεσμίας ένταξης στην παραγωγική λειτουργία του συστήματος, το αργότερο εντός του πρώτου εξαμήνου του 2024, αναφέροντας αναλυτικά τους λόγους αδυναμίας διαλειτουργικότητας των Πληροφοριακών τους Συστημάτων.