Την ενσωμάτωση των μεταναστών προκειμένου να συμπληρωθεί το καίριο κενό του εργατικού δυναμικού και των δεξιοτήτων στην εγχώρια αγορά εργασίας, ζήτησε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στο δεύτερο MD Forum, ο οποίος μιλησε για την αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων-στρεβλώσεων στην αγορά εργασίας.
Όπως ανέφερε στην παρούσα συγκυρία, παρατηρούνται σημαντικές ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε βασικούς κλάδους της οικονομίας, όπως στον τουρισμό, την αγροτική παραγωγή, τη βιομηχανία και τον κατασκευαστικό κλάδο, και πολλές θέσεις εργασίας παραμένουν κενές. Επομένως εν μέσω δημογραφικών προκλήσεων και γήρανσης του πληθυσμού, η συζήτηση για τον συνολικά θετικό αντίκτυπο της μετανάστευσης στην ελληνική οικονομία, είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.
Εξάλλου, η μετανάστευση λόγω της κλιματικής κρίσης ενδέχεται να ξεπεράσει κάθε προηγούμενο, καθώς η ολοένα αυξανόμενη συχνότητα εμφάνισης ακραίων καιρικών φαινομένων θα ενισχύσει δραστικά την παγκόσμια κινητικότητα.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, η παγκόσμια οικονομία, αν και επιβραδύνθηκε το 2023, επιδεικνύει μεγάλη αντοχή στην τριπλή κρίση (υγειονομική, ενεργειακή και κόστους διαβίωσης). Η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής για την αποφυγή εδραίωσης πληθωριστικών προσδοκιών, οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, η αύξηση της αβεβαιότητας λόγω των γεωπολιτικών εντάσεων στη Μέση Ανατολή, και ο επίμονος πληθωρισμός λόγω της πρωτοφανούς ανόδου των διεθνών τιμών της ενέργειας, επηρεάζουν αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα. Ωστόσο, στην ευρωζώνη, οι συνθήκες στην αγορά εργασίας παραμένουν ευνοϊκές, με την ανεργία σε χαμηλά επίπεδα και την απασχόληση σε ανοδική πορεία.
Αγορά εργασίας: Εξελίξεις και προοπτικές
Στην Ελλάδα, η αγορά εργασίας έχει επιδείξει ανθεκτικότητα κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Ακόμη και την περίοδο της υγειονομικής κρίσης, με τη σημαντική ύφεση που σημειώθηκε λόγω των μέτρων περιορισμού, οι αρνητικές επιπτώσεις ήταν περιορισμένες. Αυτό οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους.
Πρώτον, τα μέτρα στήριξης που έλαβε εγκαίρως η κυβέρνηση για την προστασία τόσο της απασχόλησης όσο και του εισοδήματος των απασχολουμένων, όπως μεταξύ άλλων τα προγράμματα αναστολής των συμβάσεων εργασίας, η αποζημίωση ειδικού σκοπού, η δυνατότητα τηλεργασίας και η παράταση των επιδομάτων ανεργίας, ήταν ιδιαιτέρως αποτελεσματικά, καθώς περιόρισαν σημαντικά τις απολύσεις, ακόμη και σε κλάδους που επλήγησαν σημαντικά από την πανδημία, όπως η εστίαση και τα καταλύματα, και βοήθησαν, ώστε οι εργαζόμενοι να μην αποκοπούν από την αγορά εργασίας και τις επιχειρήσεις. Δεύτερον, χάρη στις μεταρρυθμίσεις, που συνεχίζουν να υλοποιούνται από την προηγούμενη δεκαετία, η αγορά εργασίας έγινε περισσότερο ευέλικτη και μπόρεσε να ανταποκριθεί αποτελεσματικότερα στις δυσμενείς συνθήκες.
Η σημαντική οικονομική ανάπτυξη που ακολούθησε την περίοδο μετά την υγειονομική κρίση και οι μεταρρυθμίσεις οδήγησαν σε θετικές εξελίξεις στα μεγέθη της αγοράς εργασίας: το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε στο 12,4% το 2022, ενώ συνεχίζει να μειώνεται και εφέτος και διαμορφώθηκε σε 10,8% το γ΄ τρίμηνο του 2023. Αντίστοιχη ήταν και η αύξηση της συνολικής απασχόλησης, καθώς το γ΄ τρίμηνο του 2023 το σύνολο των εργαζομένων ξεπέρασε τα 4,25 εκατομμύρια, και ήταν αυξημένο κατά 1,3% σε σχέση με το εννεάμηνο του 2022. Την ίδια περίοδο το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό για την ηλικιακή ομάδα 15-64 ετών αυξήθηκε, αντανακλώντας κυρίως την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό.
Η μισθωτή απασχόληση, σύμφωνα με το ισοζύγιο ροών μισθωτής απασχόλησης του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, επανήλθε στα προ πανδημίας επίπεδα, οι δε προοπτικές για την απασχόληση, αν και έχουν υποχωρήσει το γ΄ τρίμηνο του έτους, κυρίως λόγω της αβεβαιότητας από την εμπόλεμη κατάσταση στη Μέση Ανατολή, αλλά και των φυσικών καταστροφών στη χώρα, παραμένουν θετικές. Κατά την ίδια περίοδο στην Ελλάδα, αλλά και στην ευρωζώνη, η αύξηση της απασχόλησης ήταν πιο ισχυρή σε συγκεκριμένους κλάδους, όπως οι κατασκευές και ο τουρισμός, που αναπτύχθηκαν πιο δυναμικά σε σχέση με τους υπόλοιπους. Σε αυτούς τους κλάδους η ζήτηση εργασίας είναι υψηλή και, παρότι το γεγονός ότι το ποσοστό ανεργίας παρέμεινε σε σχετικώς υψηλά επίπεδα, καταγράφεται ένας αυξανόμενος αριθμός κενών θέσεων εργασίας. Η αύξηση των κενών θέσεων εργασίας και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις στην προσπάθειά τους να βρουν προσωπικό οδήγησαν σε κινητικότητα στην αγορά εργασίας, σε αύξηση της απασχόλησης, καθώς και σε αύξηση των αμοιβών.
Το κόστος εργασίας παρέμεινε σε σχετικώς χαμηλά επίπεδα μέχρι το 2022, παρά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν με ταχείς ρυθμούς, το ποσοστό ανεργίας υποχωρούσε σταθερά και αυξανόταν η στενότητα στην αγορά εργασίας, καθιστώντας πιο δύσκολο για τις επιχειρήσεις να προσλάβουν προσωπικό σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Ακόμη και το 2022, οπότε, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, το ενεργειακό κόστος εκτοξεύθηκε συμπαρασύροντας προς τα πάνω τον πληθωρισμό, οι αμοιβές ανά μισθωτό αυξήθηκαν κατά 2,8%. Σε πραγματικούς όρους μάλιστα μειώθηκαν, καθώς οι μισθολογικές αυξήσεις που δόθηκαν ήταν σχετικά μικρές και το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας παραμένει περιορισμένο. Ως συνέπεια των ανωτέρω, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας ως προς το κόστος εργασίας βελτιώθηκε το 2022, καθώς το ονομαστικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα υποχώρησε, ενώ σε πολλούς βασικούς εμπορικούς εταίρους της χώρας αυξήθηκε.
Σημαντικές μισθολογικές αυξήσεις δόθηκαν στους χαμηλόμισθους που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, καθώς ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε διαδοχικά κατά 2,0% την 1η Ιανουαρίου 2022, κατά 7,5% την 1η Μαΐου 2022 και κατά 9,4% από 1ης Απριλίου 2023 και διαμορφώθηκε τελικά στα 780 ευρώ. Οι αυξήσεις αυτές είναι σημαντικές καθώς αφορούν πάνω από το 1/4 των μισθωτών με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου και ενίσχυσαν αξιόλογα το διαθέσιμο εισόδημά τους, ιδιαίτερα σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού.
Το 2023 σημειώνεται αξιόλογη αύξηση του κόστους εργασίας, καθώς το εννεάμηνο του 2023 οι αμοιβές ανά μισθωτό, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ενισχύθηκαν κατά 4,8%. Η εξέλιξη αυτή, εκτός από την αύξηση του κατώτατου μισθού, οφείλεται και στις αυξημένες μισθολογικές διεκδικήσεις με στόχο την αντιστάθμιση του πληθωρισμού του προηγούμενου έτους ο οποίος διάβρωσε το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα. Μεσοπρόθεσμα αναμένονται περαιτέρω μισθολογικές πιέσεις, καθώς: α) αναμένονται αυξήσεις από 1ης Ιανουαρίου 2024 στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων που παρέμειναν καθηλωμένοι για πάνω από μία δεκαετία, β) αναμένεται εκ νέου αύξηση του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου το Μάιο του 2024, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που έχει ψηφιστεί, γ) από 1ης Ιανουαρίου 2024 αίρεται χωρίς αναδρομικότητα η αναστολή του επιδόματος προϋπηρεσίας στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα και δ) η αυξανόμενη στενότητα στην αγορά εργασίας αναμένεται να ασκήσει πίεση για άνοδο των αμοιβών ώστε οι επιχειρήσεις να προσλάβουν ή να διατηρήσουν το υπάρχον προσωπικό.
Είναι σημαντικό να συνεχιστεί η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της εγχώριας οικονομίας, οριοθετώντας τις μισθολογικές αυξήσεις στο πλαίσιο αυτό. Η αύξηση του κατώτατου μισθού και των αμοιβών εργασίας γενικότερα θα πρέπει να υποστηρίζουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και τη σταθερότητα των τιμών, αλλά και να διασφαλίζουν τη συνολική απασχόληση. Οι μισθολογικές αυξήσεις θα πρέπει να συνεκτιμούν τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα μεσοπρόθεσμα, καθώς και τη συγκυρία υψηλής αβεβαιότητας, διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος να ενισχύσουν τις πληθωριστικές πιέσεις, επιδεινώνοντας την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και τελικά μειώνοντας τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων.
Η ανάπτυξη της αγοράς εργασίας αναμένεται να συνεχιστεί και μεσοπρόθεσμα. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η συνολική απασχόληση αναμένεται να συμβαδίσει με την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ η ανεργία εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει σε μονοψήφιο ποσοστό και να προσεγγίσει τα προ οικονομικής κρίσης επίπεδα. Το κόστος εργασίας εκτιμάται ότι θα παραμείνει υψηλό μεσοπρόθεσμα, ως αποτέλεσμα της στενότητας στην αγορά εργασίας.
Προκλήσεις της αγοράς εργασίας
Παρά τη σημαντική βελτίωση της αγοράς εργασίας τα τελευταία έτη, αρκετές στρεβλώσεις συνεχίζουν να υφίστανται.
Το ποσοστό ανεργίας, αν και υποχωρεί σταθερά και σημαντικά τα τελευταία έτη, εξακολουθεί να υπερβαίνει το μέσο όρο της ευρωζώνης, ενώ το ποσοστό ανεργίας στις ευάλωτες ομάδες (νέοι, γυναίκες), παρά τη μείωσή του, διατηρείται υψηλό. Σημειώνεται ότι το φυσικό ποσοστό ανεργίας, αν και μειώνεται, παραμένει υψηλό, γεγονός που αποτελεί ένδειξη διαρθρωτικών προβλημάτων. Το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας συνεχίζει να υποχωρεί, παραμένει όμως το υψηλότερο στην ΕΕ τόσο στο σύνολο των ανέργων όσο και κατά φύλο, με την πλειοψηφία των μακροχρόνια ανέργων να είναι γυναίκες. Όσο παρατείνεται η διάρκεια της ανεργίας, απαξιώνονται οι δεξιότητες των ατόμων και αυξάνεται η πιθανότητα να αποσυρθούν από την αγορά εργασίας, γεγονός που ενισχύει τον κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού, φτώχειας και αύξησης των ανισοτήτων. Η σύνθεση της ανεργίας και ειδικότερα της μακροχρόνιας ανεργίας αναδεικνύει την ανάγκη να δοθεί έμφαση στη διά βίου εκπαίδευση, στην καλύτερη αντιστοίχιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και στη συνέχιση της εφαρμογής ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης για την ένταξη και την παραμονή τους στην αγορά εργασίας.
Η μείωση της ανεργίας συνδέεται με την αύξηση της στενότητας στην αγορά εργασίας και τη δυσκολία των επιχειρήσεων να βρουν εξειδικευμένο προσωπικό σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Η στενότητα στην αγορά εργασίας, η οποία αντανακλά κατά πόσον οι κενές θέσεις εργασίας υπερβαίνουν τον αριθμό των ατόμων που αναζητούν εργασία, αυξήθηκε μετά την πανδημία, με τον τουρισμό, τη γεωργία, τη μεταποίηση και τις κατασκευές να παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη στενότητα.
Επιπλέον, το πρόβλημα της αναντιστοιχίας μεταξύ ζητούμενων και προσφερόμενων θέσεων εργασίας παραμένει σημαντικό, καθώς ορισμένες επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν κατάλληλους εργαζόμενους, διότι αυτοί είτε δεν έχουν τα απαιτούμενα προσόντα είτε έχουν στραφεί σε άλλους κλάδους με καλύτερες προοπτικές απασχόλησης ή ακόμη και σε άλλες χώρες (brain drain).
Το ποσοστό απασχόλησης για την ηλικιακή ομάδα 20-64 ετών αυξάνεται μετά την πανδημία με την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, ωστόσο παραμένει χαμηλό σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ. Η συμμετοχή ανδρών και γυναικών και ιδιαίτερα των νέων στην αγορά εργασίας έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς η γήρανση του πληθυσμού ενδέχεται να επιβραδύνει την ανάπτυξη και, σε πολλές περιπτώσεις, να υπονομεύσει τη βιωσιμότητα των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης.
Η αύξηση της απασχόλησης των νέων και η επιστροφή εργαζομένων υψηλών δεξιοτήτων από το εξωτερικό (brain regain) προϋποθέτουν την ενδυνάμωση της ζήτησής τους σε κλάδους και θέσεις εργασίας με υψηλή προστιθέμενη αξία, την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και την ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, η δράση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με την ονομασία “Rebrain Greece Talent Center” που αφορά στο μηχανισμό διασύνδεσης ταλαντούχων εργαζομένων που διαμένουν εντός και εκτός Ελλάδας με θέσεις υψηλής εξειδίκευσης από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η επιταχυνόμενη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού τις επόμενες δεκαετίες θα αυξήσει τη συμμετοχή των μεγαλύτερων ηλικιακά ατόμων στο σύνολο του πληθυσμού και θα επηρεάσει δυσμενώς την αγορά εργασίας, αποτελώντας έναν σημαντικό παράγοντα αβεβαιότητας.Μέχρι το 2050 το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω στο σύνολο του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναμένεται να αυξηθεί από 21,1% σε 29,0% (+7,9 ποσοστιαίες μονάδες), το ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (15-64 ετών) προβλέπεται να μειωθεί στο 57,4% (-6,5 ποσοστιαίες μονάδες) και το ποσοστό των νέων ηλικίας 0-14 ετών εκτιμάται ότι θα μειωθεί σε 13,6% (-1,4 ποσοστιαίες μονάδες).
Επιπλέον, ο δείκτης εξάρτησης των ηλικιωμένων (old age dependency ratio) θα αυξηθεί, ασκώντας πιέσεις στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και υγείας και στις συνταξιοδοτικές δαπάνες. Αυτή η δυσμενής δημογραφική μεταβολή αποδίδεται κυρίως στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής και στο μόνιμα χαμηλό δείκτη γονιμότητας. Ακόμη πιο δυσοίωνες είναι οι προβλέψεις για την Ελλάδα, καθώς προβλέπεται ότι μέχρι το 2050 το ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (15-64 ετών) θα μειωθεί περαιτέρω κατά 11,4 ποσοστιαίες μονάδες (από 63,6% σε 52,2%).
Προτάσεις πολιτικής
Οι παραπάνω στρεβλώσεις αποτελούν μερικές από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στην αγορά εργασίας, για την αντιμετώπιση των οποίων απαιτούνται:
Πρώτον, υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ώστε να ενισχυθούν η συνολική παραγωγικότητα, ο ρυθμός αύξησης του δυνητικού προϊόντος και η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα. Έτσι θα αυξηθεί η δυνατότητα της οικονομίας για μεγαλύτερες δαπάνες, με έμφαση τις επενδυτικές, χωρίς επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου. Έμφαση θα πρέπει να δοθεί κυρίως σε τομείς που μπορούν να επηρεάσουν το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης, όπως η ταχεία υλοποίηση των επενδυτικών δράσεων του ιδιωτικού τομέα, η αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων με εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας, η ενίσχυση της εξωστρέφειας και της επιχειρηματικότητας. Η αύξηση των επενδύσεων κεφαλαίου ενισχύει την παραγωγικότητα της εργασίας καθώς και τη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας, καθιστώντας την περισσότερο ανταγωνιστική, και οδηγεί στη δημιουργία νέων και καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Με αυτό τον τρόπο οι ωφέλειες από τη βελτίωση της αγοράς εργασίας θα διαχυθούν σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
Δεύτερον, η επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο και η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας είναι στρατηγικές καίριας σημασίας για την επιτυχή προσαρμογή της αγοράς εργασίας. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι ένας βασικός μοχλός αύξησης της απασχόλησης που μπορεί να βοηθήσει στη δημιουργία και κάλυψη εξειδικευμένων θέσεων εργασίας με υψηλές αμοιβές, ενισχύοντας το λεγόμενο ‘τρίγωνο της γνώσης’ (παιδεία-έρευνα-καινοτομία). Είναι σημαντικό να υπάρχει μεγαλύτερη διασύνδεση των πανεπιστημίων με τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, που θα επιτρέψει τη διάχυση και αξιοποίηση της πανεπιστημιακής έρευνας, ενώ επίσης χρειάζεται να προσαρμοστούν τα προγράμματα σπουδών στην ανάπτυξη δεξιοτήτων που αναζητά η αγορά ώστε να διευκολυνθεί η μετάβαση των αποφοίτων στην αγορά εργασίας. Σε περιβάλλον ραγδαίας εξέλιξης της τεχνολογίας, όπου η γνώση απαξιώνεται πολύ πιο γρήγορα από ό,τι σε παλαιότερες εποχές, και με την ανθρωπότητα να βρίσκεται ενδεχομένως μπροστά πολύ μεγάλες ανακαλύψεις στο χώρο των κβαντικών ηλεκτρονικών υπολογιστών (quantum computers) και της τεχνητής νοημοσύνης, η επένδυση στην έρευνα και καινοτομία αποτελεί τη βασικότερη προϋπόθεση ανάπτυξης των επιχειρήσεων, και τα πανεπιστήμια μπορούν να αποτελέσουν πολύτιμο αρωγό σε αυτήν την κατεύθυνση. Τέλος, η ενθάρρυνση της κινητικότητας των φοιτητών σε πανεπιστήμια της αλλοδαπής ενισχύει την ανταλλαγή μαθησιακών, διδακτικών, επιμορφωτικών και εργασιακών δεξιοτήτων και παρέχει επιπλέον εφόδια στους φοιτητές για την είσοδό τους στην αγορά εργασίας.
Τρίτον, η συνέχιση της εφαρμογής ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης που ενθαρρύνουν όχι μόνο τη συμμετοχή νέων στο εργατικό δυναμικό, αλλά και την παραμονή των μεγαλύτερων σε ηλικία στην αγορά εργασίας. Τέτοιες πολιτικές συνδέονται με την αύξηση της κινητικότητας της εργασίας και της ευελιξίας της, καθώς και με την απόκτηση και αναβάθμιση δεξιοτήτων που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες απαιτήσεις της οικονομίας. Η συνέχιση της υλοποίησης αποτελεσματικών προγραμμάτων κατάρτισης του εργατικού δυναμικού και ιδιαίτερα των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και η αναβάθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης θα συμβάλουν στη διατήρηση των θέσεων εργασίας και την ενσωμάτωση των ευάλωτων ομάδων στην αγορά εργασίας.
Τέταρτον, παρεμβάσεις για να ενισχυθεί το πλέγμα εναρμόνισης της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, διευκολύνοντας την ένταξη και παραμονή στην αγορά εργασίας του μη οικονομικά ενεργού πληθυσμού, με έμφαση στις γυναίκες και στους νέους. Τέτοιες παρεμβάσεις περιλαμβάνουν την παροχή κινήτρων για τη δημιουργία οικογένειας και απόκτηση παιδιών, καθώς και την ενίσχυση των δομών προσχολικής αγωγής και φροντίδας.
Πέμπτον, θεσμικές παρεμβάσεις για τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών ή επιδότησή τους, οι οποίες θα μειώσουν το μη μισθολογικό κόστος και θα συμβάλουν, σε συνδυασμό με την αύξηση των ελέγχων και ιδιαίτερα σε κλάδους με αυξημένη παραβατικότητα, στον περιορισμό της αδήλωτης και της υποδηλωμένης εργασίας.
Έκτον, η ενσωμάτωση μεταναστών, για να συμπληρωθεί το καίριο κενό εργατικού δυναμικού και δεξιοτήτων στην εγχώρια αγορά εργασίας. Στην παρούσα συγκυρία, παρατηρούνται σημαντικές ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε βασικούς κλάδους της οικονομίας, όπως στον τουρισμό, την αγροτική παραγωγή, τη βιομηχανία και τον κατασκευαστικό κλάδο, και πολλές θέσεις εργασίας παραμένουν κενές. Εν μέσω δημογραφικών προκλήσεων και γήρανσης του πληθυσμού, η συζήτηση για τον συνολικά θετικό αντίκτυπο της μετανάστευσης στην ελληνική οικονομία είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Εξάλλου, η μετανάστευση λόγω της κλιματικής κρίσης ενδέχεται να ξεπεράσει κάθε προηγούμενο, καθώς η ολοένα αυξανόμενη συχνότητα εμφάνισης ακραίων καιρικών φαινομένων θα ενισχύσει δραστικά την παγκόσμια κινητικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, η ευθύνη της χώρας υποδοχής να ορίσει το θεσμικό πλαίσιο για τις μεταναστευτικές εισροές, να χαράξει στρατηγικές και να αναπτύξει πολιτικές που προωθούν την ένταξή τους στην κοινωνία είναι καθοριστικής σημασίας. Επίσης, απαραίτητες είναι βελτιώσεις στην αποτελεσματικότερη διασύνδεση της μετανάστευσης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και στη θέσπιση κινήτρων για την προσέλκυση εξειδικευμένων μεταναστών.
Παρά τις συνεχείς διεθνείς κρίσεις και την υψηλή αβεβαιότητα που προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία και η εμπόλεμη κατάσταση στη Μέση Ανατολή, η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με ταχύτερους ρυθμούς σε σύγκριση με την ευρωζώνη εφέτος, καθώς και τα επόμενα χρόνια. Απαιτείται διαρκής προσπάθεια ώστε να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και να συνεχιστούν οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίες αμβλύνουν τις επιπτώσεις των αυξήσεων των επιτοκίων στο κόστος δανεισμού, με θετικές επιδράσεις στην πραγματική οικονομία.
Η αγορά εργασίας αναμένεται να συνεχίσει να βελτιώνεται μεσοπρόθεσμα, ωστόσο η διατήρηση της ανάπτυξης σε περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων και υψηλής αβεβαιότητας εξαιτίας των γεωπολιτικών εντάσεων αποτελεί μια ακόμη σημαντική πρόκληση. Η τάση βελτίωσης της αγοράς εργασίας θα υποστηριχθεί από την υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2.0” μέσω της αύξησης των ιδιωτικών επενδύσεων και της δημιουργίας νέων και καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας.
Η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, όπως για παράδειγμα η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, η αποτελεσματική καταπολέμηση της εκτεταμένης φοροδιαφυγής, ο περιορισμός της υποδηλωμένης και ανασφάλιστης εργασίας, η άρση των στρεβλώσεων που παραμένουν στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, θα ενισχύσουν την παραγωγικότητα και τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, θα οδηγήσουν σε υψηλότερο δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης και σε βελτίωση της αγοράς εργασίας. Οι ωφέλειες από την πρόοδο της αγοράς εργασίας θα διαχυθούν σε μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, θα μειώσουν τις ανισότητες και τον κοινωνικό αποκλεισμό και θα ενισχύσουν την κοινωνική συνοχή.