Μια ενδεχόμενη άνοδος της στάθμης της θάλασσας λόγω κλιματικής αλλαγής θα μπορούσε να κοστίσει στις οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου έως και 872 δισεκατομμύρια ευρώ ως το 2100, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Scientific Reports» του ομίλου Nature. Ανάμεσα στις περιοχές που αναμένεται να επηρεαστούν πολύ συγκαταλέγεται και η Ελλάδα.
Ερευνητική ομάδα, με επικεφαλής επιστήμονες από το ολλανδικό πανεπιστήμιο Delft, στην οποία συμμετέχει και ο Έλληνας μεταδιδακτορικός ερευνητής του Delft, Θεόδωρος Χατζηβασιλειάδης, μοντελοποίησε τις πιθανές οικονομικές επιπτώσεις της ανόδου της στάθμης της θάλασσας για 271 ευρωπαϊκές περιοχές ως το 2100, σύμφωνα με ένα σενάριο υψηλών εκπομπών και χωρίς την εφαρμογή νέων μέτρων προστασίας των ακτών μετά το 2015.
Όπως σημειώνει η ερευνητική ομάδα, «η αλλαγή του κλίματος απειλεί την οικονομική ανάπτυξη παγκοσμίως, με έντονες ανισότητες στους επιταχυνόμενους κινδύνους σε διάφορες περιοχές. Ιδιαίτερα, η αύξηση της στάθμης της θάλασσας λόγω του κλίματος αποτελεί μια αυξανόμενη ανησυχία. Η καταστροφική της δυνατότητα επηρεάζει περιοχές, όπου συγκεντρώνονται το παραγωγικό κεφάλαιο και ο πληθυσμός: παράκτιες πόλεις και περιοχές». Σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρουν, πάνω από 200 εκατομμύρια άνθρωποι στην Ευρώπη, δηλαδή περίπου το 44% των πληθυσμών της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου ζουν εντός 50 χιλιομέτρων από την ακτογραμμή και άρα υπό τον κίνδυνο παράκτιων πλημμυρών. Επιπλέον, αυτές οι παράκτιες περιοχές συμβάλλουν σχεδόν στο 40% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της Ευρώπης, ενώ το 75% του διεθνούς εμπορικού όγκου της Ευρώπης διεξάγεται μέσω θαλάσσιων διαδρομών.
Η ομάδα συνδύασε ένα οικονομικό μοντέλο που είχε αναπτυχθεί προηγουμένως με δεδομένα σχετικά με τις προβλεπόμενες επιπτώσεις της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, τις τάσεις των επενδύσεων και την κατανομή των οικονομικών απωλειών που προκλήθηκαν από 155 πλημμυρικά φαινόμενα στην Ευρώπη την περίοδο 1995-2016. Εκτίμησε τις πιθανές οικονομικές απώλειες και κέρδη σε σύγκριση με ένα σενάριο χωρίς άνοδο της στάθμης της θάλασσας και με ετήσια οικονομική ανάπτυξη 2% σε όλες τις περιοχές. Μοντελοποίησε επίσης τον αντίκτυπο των στοχευμένων επενδύσεων σε διάφορους οικονομικούς τομείς στις περιφερειακές οικονομίες μετά την άνοδο της στάθμης της θάλασσας.
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι σύμφωνα με ένα σενάριο υψηλών εκπομπών, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας θα μπορούσε να προκαλέσει οικονομικές απώλειες 872 δισεκατομμυρίων ευρώ στην ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο ως το τέλος του αιώνα, σε σύγκριση με ένα σενάριο χωρίς άνοδο της στάθμης της θάλασσας.
Ένα σημαντικό εύρημα της μελέτης είναι οι περιφερειακές διαφορές στις οικονομικές επιπτώσεις της ανόδου της στάθμης της θάλασσας: η πλειονότητα των οικονομικών απωλειών ως και 21% του περιφερειακού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος ως το 2100 συγκεντρώνεται σε παράκτιες περιοχές, όπως το Βένετο και η Εμίλια-Ρομάνια στην Ιταλία και η επαρχία Δυτικής Πομερανίας στην Πολωνία. Στις περιοχές που αναμένεται να υποστούν σχετικά υψηλότερες οικονομικές απώλειες συγκαταλέγεται και η Ελλάδα, όπως και οι βελγικές ακτές και η δυτική Γαλλία.
Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Θεόδωρος Χατζηβασιλειάδης, «οι οικονομικές αξιολογήσεις της κλιματικής ζημιάς σε εθνικό επίπεδο μπορούν να αποκρύψουν σημαντικές περιφερειακές διαφορές» και προσθέτει ότι «με τη χρήση νέων δεδομένων για τα κλιματικά ευαίσθητα περιουσιακά στοιχεία και την προώθηση των μακροοικονομικών εργαλείων μοντελοποίησης, είμαστε πλέον σε θέση να παρέχουμε πιο λεπτομερείς αναλύσεις». Σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρει ο ίδιος, οι συνολικές ζημιές για την Ευρώπη είναι μόλις 1,26% του ΑΕΠ της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου στο σενάριο υψηλού επιπέδου ως το 2100. Ωστόσο, στην Ιταλία οι εθνικές απώλειες είναι 4,43%, ενώ η μείωση της παραγωγικότητας στο Βένετο κυμαίνεται περίπου στο 20,84%.
Αντίθετα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι περιοχές στο εσωτερικό της Ευρώπης, όπως στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ουγγαρία, θα παρουσιάσουν οικονομικά κέρδη ως και 1% του περιφερειακού ΑΕΠ ως το 2100 και αυτό θα μπορούσε να οφείλεται στη μετεγκατάσταση της παραγωγής από τις πλημμυρισμένες παράκτιες στις ενδοχώρες.
Ο κ. Χατζηβασιλειάδης, ωστόσο, σπεύδει να υπογραμμίσει ότι μπορεί οι περιφερειακές επιπτώσεις να είναι πολύ μεγαλύτερες στις παράκτιες περιοχές και κάποιες ευρωπαϊκές ενδοχώρες να βλέπουν μέτρια κέρδη, αλλά η οικονομία είναι αλληλένδετη. «Το ερώτημα είναι: αυτά τα κέρδη αρκούν για να αντισταθμίσουν τις απώλειες στις παράκτιες περιοχές; Δυστυχώς, η απάντηση είναι πως όχι. Η συνολική επίδραση είναι ακόμα αρνητική, με κάποιες εξαιρέσεις, όπως η Γερμανία, όπου τα κέρδη και οι απώλειες ισορροπούν στο μηδέν», τονίζει.
Τα δεδομένα για την Ελλάδα
Στην έρευνα η Ελλάδα αναλύθηκε σε επίπεδο περιφερειών για τις οικονομικές επιπτώσεις της ανόδου της στάθμης της θάλασσας σε ένα σενάριο υψηλών εκπομπών ως το 2100. Όπως επισημαίνει ο Θεόδωρος Χατζηβασιλειάδης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η Ελλάδα ως χώρα βρίσκεται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο στη μείωση του ΑΕΠ, ωστόσο εμφανίζει μεγάλες μειώσεις σχεδόν σε όλες τις περιφέρειές της, καθώς είναι παράκτιες. Σε αυτό το ακραίο κλιματικό σενάριο που μελετήθηκε, τις μεγαλύτερες οικονομικές επιπτώσεις φαίνεται ότι θα έχουν η Στερεά Ελλάδα (-6,88%) και το βόρειο Αιγαίο (-6,06%). Στην Αττική, η ανάλυση δείχνει μηδενικές επιπτώσεις.
Μόνο μία περιφέρεια, η δυτικής Μακεδονία, δεν βρέχεται από θάλασσα και εκεί οι ερευνητές αναμένουν μια αύξηση του ΑΕΠ περίπου 0,87% ως το τέλος του αιώνα, αύξηση που οφείλεται στον κατασκευαστικό τομέα της περιοχής, που θα χρησιμοποιηθεί για την ανακατασκευή του κεφαλαίου που θα έχει καταστραφεί σε όλη τη χώρα.
Ο κατασκευαστικός τομέας σημειώνει παντού αύξηση στη χώρα, εκτός από την περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, όπου υπάρχει πτώση. Η μεγαλύτερη πτώση αφορά στον αγροτικό τομέα παραγωγής και στον δημόσιο τομέα- περίπου το 6% της παραγωγής χάνεται στην Ήπειρο και στην ανατολική Μακεδονία και στους δύο αυτούς τομείς.
Τα ευρήματα υπογραμμίζουν την ανάγκη για οικονομικές πολιτικές ανά περιφέρεια για την αντιμετώπιση των άνισων επιπτώσεων της στάθμης της θάλασσας στις διάφορες περιφέρειες και τις οικονομίες τους.