Αύξηση 4% στον κατώτατο μισθό για το 2024 προτείνει ο ΣΕΒ στο πλαίσιο της διαβούλευσης, εκτιμώντας πως η εν λόγω αύξηση αντανακλά τις πραγματικές δυνατότητες των επιχειρήσεων και μπορεί να ενισχύσει το σύνολο της οικονομίας. Επίσης, ζητά μείωση του μη μισθολογικού κόστους της μισθωτής εργασίας τουλάχιστον κατά 2,6% το 2025-2027, ώστε να αρχίσει να προσεγγίζει το μέσο όρο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ..
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον ΣΕΒ «μία μεταβολή του κατώτατου μισθού που αντανακλά τις πραγματικές δυνατότητες των επιχειρήσεων και μπορεί να ενισχύσει το σύνολο της οικονομίας ανέρχεται στο 4%. Ωστόσο, η πλήρης αξιοποίηση των ωφελειών από την όποια μεταβολή είναι αναγκαίο να συνδυαστεί με προσαρμογές στα υψηλά επίπεδα της φορολογίας και του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας. Και τα δυο αυτά χαρακτηριστικά είναι δομικά προβλήματα της ελληνικής αγοράς εργασίας, επιβαρύνουν τόσο τα πραγματικά διαθέσιμα εισοδήματα των εργαζομένων όσο και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων».
Ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων υπογραμμίζει ότι η συζήτηση για τον κατώτατο μισθό είναι σημαντικό να διέπεται από δυο κρίσιμες επιδιώξεις: Η πρώτη είναι πώς θα αυξηθεί το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων και η δεύτερη πώς δεν θα τεθεί σε κίνδυνο, αλλά αντιθέτως να ενισχυθεί, η ανταγωνιστικότητα που δημιούργησαν με ιδιαίτερο κόπο οι επιχειρήσεις εν μέσω διαρκών κρίσεων.
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, οι επιχειρήσεις αντιλαμβάνονται πως η βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους περνάει μέσα από τη βελτίωση των απολαβών των εργαζομένων, με 67% των επιχειρήσεων να ζητάει μεγαλύτερη φορολογική ανταγωνιστικότητα και το 52% θεωρεί αναγκαία τη φορολογική ανταγωνιστικότητα για την εργασία.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, σημαντικές παρεμβάσεις είναι πλέον οι εξής:
-Ορθολογικός υπολογισμός του κατώτατου μισθού. Είναι κρίσιμο να συνυπολογίζονται κοινωνικοί, οικονομικοί αλλά και αναπτυξιακοί παράγοντες, η παραγωγικότητα της εργασίας, ο ρυθμός πληθωρισμού, οι προηγούμενες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, η διατήρηση του βιοτικού επιπέδου, οι ανάγκες κάθε κλάδου και η επίπτωση στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
-Μείωση φορολογίας μισθωτής εργασίας. Δεδομένου του ότι η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα το 2022 κυμαινόταν κατά μέσο όρο στο 34,6% (19η υψηλότερη θέση μεταξύ των 38 χωρών του ΟΟΣΑ), είναι επιτακτικής ανάγκης πλέον η μείωση της φορολογίας της μισθωτής απασχόλησης, η οποία θα έχει άμεσα θετικές συνέπειες στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
-Εξορθολογισμός του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας (εισφορές). Οποιαδήποτε μεταβολή του κατώτατου μισθού πρέπει να συνοδεύεται από μείωση του μη μισθολογικού κόστους της μισθωτής εργασίας τουλάχιστον κατά 2,6% το 2025-2027, ώστε να αρχίσει να προσεγγίζει το μέσο όρο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
-Στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών. Είναι απαραίτητη η λήψη στοχευμένων μέτρων για τα πλέον ευάλωτα νοικοκυριά, εν μέσω συσσωρευμένης διεθνούς αβεβαιότητας και γεωπολιτικών εξελίξεων που επηρεάζουν τις τιμές αγαθών.
-Αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, εισφοροδιαφυγής και αδήλωτης / υποδηλωμένης εργασίας. Είναι επιτακτικής ανάγκης τόσο οι στοχευμένοι έλεγχοι όσο και η πλήρης ψηφιοποίηση και διαλειτουργικότητα όλων των πληροφοριακών συστημάτων και υπηρεσιών του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
-Περαιτέρω ενίσχυση των εισοδημάτων μέσα από παραγωγικές επενδύσεις και ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου. Η περαιτέρω αύξηση των μισθών και η δημιουργία νέων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας διευκολύνεται από την ανάπτυξη της οικονομίας, την απλοποίηση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, την επιτάχυνση των επενδύσεων και την ταχεία υλοποίηση δράσεων κατάρτισης / επανακατάρτισης.
Η κυβέρνηση από την πλευρά της, δεν έχει «ανοίξει τα χαρτιά της» για τον κατώτατο μισθό, ωστόσο τόσο ο πρωθυπουργός κ. Κ. Μητσοτάκης, όσο και ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας κ. Κ. Χατζηδάκης, έχουν δηλώσει ότι ο νέος μισθός θα έχει ως πρώτο νούμερο το οκτώ, δηλαδή θα είναι πάνω από 800 ευρώ.