Οι μακροοικονομικές προοπτικές του 2024 είναι γεμάτες με σημαντικές προκλήσεις για όλες τις χώρες, επισημαίνει σε νέα ανάλυσή του ο οίκος αξιολόγησης Morningstar DBRS. Αν και αναμένουμε ότι η ανάπτυξη είτε θα παραμείνει ασθενής είτε θα εξασθενήσει περαιτέρω το 2024, έχουμε σταθερές τάσεις σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση σε σχεδόν όλες τις χώρες που καλύπτουμε, σημειώνει η DBRS για το outlook των επιμέρους κρατών.
Στην Ευρώπη, η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε το 2023 εν μέσω υψηλότερων τιμών ενέργειας, αυξημένου κόστους δανεισμού και διαρθρωτικών προκλήσεων, ιδιαίτερα στη Γερμανία. Για το 2024, η ανάπτυξη στην Ευρώπη αναμένεται να βελτιωθεί, αλλά οι προβλέψεις δείχνουν ότι θα εξακολουθήσει να είναι αδύναμη.
Εκτός Ευρώπης, η ανάπτυξη ήταν ισχυρότερη το 2023 λόγω των ευνοϊκότερων συνθηκών στην αγορά ενέργειας, της υψηλότερης αύξησης του πραγματικού εισοδήματος, των ισχυρών μεταναστευτικών ροών και των ανθεκτικών ισολογισμών των νοικοκυριών.
Η πολιτική αβεβαιότητα και άλλες πιθανές ευπάθειες ενδέχεται να προκύψουν κατά τη διάρκεια του έτους, τη στιγμή που η αγορά των εμπορικών ακινήτων αποτελεί σημαντική πηγή κινδύνου και η πιθανότητα πιέσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει σημαντική ανησυχία, τονίζει η DBRS.
Ενώ ο πληθωρισμός μετριάζεται στις περισσότερες μεγάλες οικονομίες, αναμένει ότι οι κεντρικές τράπεζες των μεγάλων ανεπτυγμένων οικονομιών θα διατηρήσουν περιοριστικές στάσεις για το μεγαλύτερο μέρος του 2024, καθώς ορισμένες πληθωριστικές πιέσεις επιμένουν και οι αγορές εργασίας παραμένουν σφιχτές. Αν και οι τιμές της ενέργειας έχουν μειωθεί, οι παγκόσμιοι κίνδυνοι αφθονούν, με ενδεχόμενο κλονισμού του πληθωρισμού. Ομοίως, ενώ μια σειρά από κυβερνήσεις ενισχύουν τις επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα και τις πράσινες μεταβάσεις, απαιτείται σαφώς δημοσιονομικός περιορισμός στις προηγμένες οικονομίες που αντιμετωπίζουν μεγάλα διαρθρωτικά ελλείμματα και αυξανόμενο χρέος.
Οι τιμές των κατοικιών παραμένουν στα υψηλότερα ή κοντά στα υψηλότερα επίπεδα, ενισχύοντας τον συνολικό πλούτο των νοικοκυριών, αλλά δημιουργούν παράλληλα και σημαντικές ανησυχίες σχετικά με την οικονομική προσιτότητα, όπως τονίζει. Η Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία του οίκου, έχει καταγράψει τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση στις τιμές των κατοικιών από το δ’ τρίμηνο του 2018, η οποία διαμορφώνεται κοντά στο 55%.
Οι προοπτικές της Ελλάδας
H Ελλάδα συνεχίζει να δείχνει ανθεκτικότητα, η οποία και υποστήριξε την επιστροφή της στην επενδυτική βαθμίδα, ωστόσο η αξιολόγησή της αυτή συνεχίζει να περιορίζεται από τις προκλήσεις κυρίως που κληρονομήθηκαν από την παρατεταμένη κρίση χρέους.
Η αξιολόγηση BBB (χαμηλή) της Ελλάδας και η σταθερή τάση υποστηρίζονται από την ένταξη της στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ και από την εφαρμογή προηγούμενων οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας.
Η χώρα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο στην εκτέλεση του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο συνίσταται σε μεταρρυθμίσεις που θα τονώσουν την ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς και τις επενδύσεις, μειώνοντας έτσι το επενδυτικό χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των ομοτίμων της στη ζώνη του ευρώ.
Η Morningstar DBRS θεωρεί ότι οι πόροι της ΕΕ θα συνεχίσουν να παρέχουν κίνητρα για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη, ενώ παράλληλα υποστηρίζουν την ανάπτυξη των επενδύσεων με κεφάλαια που διοχετεύονται μέσω του -ενισχυμένου- τραπεζικού συστήματος.
Η αξιολόγηση «περιορίζεται» από τις οικονομικές κληρονομιές που άφησε η παρατεταμένη κρίση της Ελλάδας, δηλαδή τον πολύ υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους, το ακόμη σημαντικό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και το υψηλό ποσοστό ανεργίας.
Οι ελληνικές αρχές θα παραμείνουν προσηλωμένες στη δημοσιονομική ευθύνη, διασφαλίζοντας ότι ο δείκτης του δημόσιου χρέους θα παραμείνει σε πτωτική τάση. Τα μέτρα στήριξης που σχετίζονται με την ενέργεια δεν εμπόδισαν το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο να φτάσει σε πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ το 2022. Αναμένεται πλεόνασμα 1,1% το 2023 και 2,1% το 2024.
Από την κορύφωσή του το 2020, ο δείκτης δημόσιου χρέους υποχώρησε κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες, εκ των οποίων 23 ποσοστιαίες μονάδες το 2022, επωφελούμενος από τη δημοσιονομική αποκατάσταση και την ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ. Η σημαντική βελτίωση της εικόνας ενισχύεται από την ισχυρή δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης στην εφαρμογή ενός συνετού δημοσιονομικού σχεδίου.
Παρά τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες το 2022, η ελληνική οικονομία έδειξε ανθεκτικότητα, σημειώνοντας ανάπτυξη 5,9% με επίσης συνεχείς βελτιώσεις στην αγορά εργασίας, υποστηριζόμενη από την ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση και επενδύσεις και την ανάκαμψη στον τουριστικό τομέα. Καθώς το Ταμείο Ανάκαμψης (Ελλάδα 2.0) συνεχίζει να εφαρμόζεται, οι επενδύσεις θα παραμείνουν σημαντική πηγή ανάπτυξης, αν και υπάρχουν εξωτερικοί καθοδικοί κίνδυνοι.
Η βελτιωμένη πιστοληπτική ικανότητα αντικατοπτρίζει επίσης την ενίσχυση σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και τους θεσμούς του συστήματος του ευρώ, που προέρχεται από παλαιότερες δημοσιονομικές εξυγιάνσεις και μεταρρυθμίσεις. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα συνεχίζει να επωφελείται από ισχυρά οφέλη υποστήριξης και χρηματοδότησης σε περιόδους κρίσεων, ιδίως με τα νέα εργαλεία και μέσα του ευρωσυστήματος που έχουν εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια.
Αγορά κατοικίας
Μαζί με την πορτογαλική, οι τιμές στην ελληνική αγορά κατοικίας εχουν σημειώσει τις μεγαλύτερς αυξήσεις από το δ’ τρίμηνο του 2018 ως σήμερα, άνω του 50%, αφαιμάζοντας τον πλούτο των νοικοκυριών, αλλά και εγείροντας ανησυχίες σχετικά με την οικονομική προσιτότητα.
Η περιορισμένη προσφορά κατοικιών, το υψηλότερο κόστος δανεισμού καθώς και ο αντίκτυπος των αυστηρότερων χρηματοοικονομικών συνθηκών δείχνει τα δόντια του, καταλήγει η DBRS.