Με νέο ρεκόρ έκλεισε το 2023 για τις εξαγωγές της Κρήτης, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ. που επεξεργάστηκε ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων Κρήτης. Οι κρητικές εξαγωγές, μη συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών, έφτασαν το ποσό των 885,60 εκ. ευρώ και τους 471.143 τόνους, έναντι των 688,30 εκ. ευρώ και τους 422.220 τόνους το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, παρουσιάζοντας αύξηση ίση με 28,7% σε αξία και 11,6% σε ποσότητα και καταρρίπτοντας το περυσινό ρεκόρ.
Κλάδοι
Ο κλάδος των Τροφίμων και Ποτών, ο οποίος αποτελεί το 69,3% του συνόλου των Κρητικών εξαγωγών με 613,6 εκ. ευρώ, παρουσιάζει αύξηση ίση με 50,8%. Ο κλάδος των Χημικών & Πλαστικών έρχεται δεύτερος, με μερίδιο 19,2% επί του συνόλου των εξαγωγών της Κρήτης και μείωση της τάξεως του 5,6%. Ακολουθούν οι κλάδοι της Κλωστοϋφαντουργίας & Ένδυσης (μερίδιο 3,1% και μείωση 4,9%), του Αγροτικού Εξοπλισμού (μερίδιο 2,8% και μείωση 11,9%) και με μικρότερα μερίδια οι Μηχανές & Συσκευές, τα Δομικά Υλικά και τα λοιπά βιομηχανικά προϊόντα.
Τρόφιμα & Ποτά
Στον αγροδιατροφικό τομέα, το Ελαιόλαδο έφτασε τα 466,3 εκ. ευρώ, καταλαμβάνοντας το 52,7% του συνόλου των κρητικών εξαγόμενων προϊόντων και το 76% στην κατηγορία των Τροφίμων & Ποτών, με αύξηση 69,5% σε σχέση με το περυσινό αντίστοιχο διάστημα. Τα Κηπευτικά έφτασαν τα 89,6 εκ. ευρώ με αύξηση 18,5%, τα Φρούτα τα 13,9 εκ. ευρώ και αύξηση 3% και με μικρότερα ποσοστά ακολουθούν τα Ψάρια & Θαλασσινά, η κατηγορία των Νερών – Αναψυκτικών – Χυμών, τα Γαλακτοκομικά, το Κρασί, το Μέλι και το Κρέας & Παρασκευάσματά του.
Βιομηχανία
Από τα προϊόντα εκτός αγροδιατροφικού τομέα, το μεγαλύτερο ποσοστό καταλαμβάνει ο κλάδος των Χημικών & Πλαστικών (μερίδιο 19,2% στο σύνολο των Κρητικών εξαγωγών), με κυριότερα προϊόντα τις πλαστικές μεμβράνες και τα πλαστικά φύλλα, τα είδη συσκευασίας από πλαστικές ύλες, τις χρωστικές ύλες κ.α. Ιδιαίτερα σημαντική είναι επίσης η εξαγωγή Αγροτικού Εξοπλισμού, με κυριότερο προϊόν τα δίχτυα αγροτικής χρήσης.
Αγορές
Σχετικά με τις αγορές, οι κυριότεροι αγοραστές των Κρητικών προϊόντων είναι η Ιταλία (332,4 εκ. ευρώ και μερίδιο 37,5%), η Γερμανία (108,6 εκ. ευρώ και μερίδιο 12,3%), η Ισπανία (20,3 εκ. ευρώ, μερίδιο 5,7%), οι Η.Π.Α. (40,4 εκ. ευρώ, μερίδιο 4,6%) και η Γαλλία (39,2 εκ. ευρώ και μερίδιο 4,4%). Τη δεκάδα των κυριότερων αγοραστών κλείνουν η Ολλανδία, η Πολωνία, η Ρουμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Τουρκία.
Για τον κλάδο των Τροφίμων & Ποτών, τους κυριότερους αγοραστές αποτελούν η Ιταλία, με τις εξαγωγές να φτάνουν τα 316 εκ. ευρώ, η Γερμανία με 77,6 εκ. ευρώ, η Ισπανία με 34,7 εκ. ευρώ, οι Η.Π.Α. με 29,3 εκ. ευρώ και στην πέμπτη θέση η Πολωνία με 20,5 εκ. ευρώ.
Στις αγορές του κρητικού ελαιολάδου πρώτη έρχεται η Ιταλία με 311,8 εκ. ευρώ, δεύτερη η Γερμανία με 47,3 εκ. ευρώ και ακολουθούν η Ισπανία, οι Η.Π.Α. και η Γαλλία.
Για τον κλάδο των Χημικών & Πλαστικών, οι κυριότεροι αγοραστές είναι η Γαλλία με 21,4 εκ. ευρώ, η Γερμανία με 18,5 εκ. ευρώ, η Ισπανία με 11,9 εκ. ευρώ, η Ολλανδία με 10,8 εκ. ευρώ και τέλος η Ιταλία, με 10,3 εκ. ευρώ.
Όπως δήλωσε ο Πρόεδρος του ΣΕΚ, κος Αλκιβιάδης Καλαμπόκης:
«Η ικανοποίηση για τα εντυπωσιακά αποτελέσματα του 2023 συνοδεύονται από έντονο προβληματισμό για το 2024. Όσο το ελαιόλαδο αποτελεί το 50% και πλέον των Κρητικών εξαγωγών, οποιαδήποτε αυξομείωση της παραγωγής του θα οδηγεί σε τεράστιες αυξομειώσεις του συνόλου των εξαγωγών μας.
Η ιδιαίτερα περιορισμένη παραγωγή ελαιολάδου κατά την περασμένη ελαιοκομική περίοδο και το μικρό απόθεμα που διατηρείται για επίτευξη υψηλότερης τιμής, είχαν σαν αποτέλεσμα το προϊόν να βρεθεί στο ράφι με δραματικά υψηλή τιμή και ίσως με ελλείψεις, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις αντικατάστασης του ελαιολάδου με άλλου τύπου έλαια χαμηλότερης τιμής. Το τελευταίο εγκυμονεί κινδύνους για την απομάκρυνση καταναλωτών από το ελαιόλαδο σε αγορές που έχουν ήδη κατακτηθεί με σημαντικές προσπάθειες των εξαγωγέων και των φορέων που στηρίζουν την εξωστρέφεια.
Ήδη σε επίπεδο χώρας ο Ιανουάριος έκλεισε με μείωση στις εξαγωγές του ελαιολάδου κατά 50%. Όλοι αναμένουν την επόμενη ελαιοκομική περίοδο, για την οποία οι ενδείξεις δεν είναι ιδιαίτερα καλές, με τις καιρικές συνθήκες να μην ευνοούν καθόλου. Αν η ελληνική παραγωγή συνεχίσει να είναι μειωμένη και τα αποθέματα δεν αναπληρωθούν, τότε οι εκτιμήσεις για το 2024 μάλλον είναι δυσοίωνες και θεωρούμε ότι η ομαλοποίηση δυστυχώς θα έρθει το 2025».