Ο κατώτατος μισθός καθιερώνεται επισήμως από την 1η Απριλίου στα 830 ευρώ, όπως ανακοινώθηκε σήμερα 29/3 από το Μέγαρο Μαξίμου.
Η αύξηση κατά 6% αποτέλεσε είδηση καθώς αποτελούσε το ανώτατο όριο στις συζητήσεις μεταξύ των συμβαλλόμενων πλευρών.
Την αύξηση του κατώτατου μισθού σχολίασαν μια σειρά επιχειρηματικών αλλά και εργατικών φορέων, η πλειονότητα εκ των οποίων αντιμετώπισε θετικά την πολιτική πρωτοβουλία, χωρίς να απουσιάζουν οι παρατηρήσεις.
Ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά Βασίλης Κορκίδης επικρότησε την αύξηση του κατώτατου μισθού υποστηρίζοντας ότι διατηρεί τη ροπή της κατανάλωσης στην αγορά, η οποία όπως σημειώνει εισφέρει συνολικά το 88% του ΑΕΠ της χώρας.
Η πρόεδρος του ΕΒΕΑ, κα Σοφία Κουνενάκη Εφραίμογλου, έκανε λόγο για ένα μέτρο που προάγει την κοινωνική συνοχή και έχει θετικό αντίκτυπο και στην αγορά, ενισχύοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα. Όμως, παρατηρεί πως είναι αναγκαία η νομοθετική παρέμβαση για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας αλλά και για την περαιτέρω υποστήριξη της επιχειρηματικότητας.
Ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών, Σταύρος Καφούνης, στο ίδιο μήκος κύματος με την κ. Εφραίμογλου, χαιρετίζει την αύξηση του κατώτατου μισθού διότι ενισχύει τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά αλλά όπως επισημαίνει η κοινωνική πολιτική δεν πρέπει να επιβαρύνει τις πλάτες της επιχειρηματικότητας.
Το ίδιο παρατηρεί και ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, ο οποίος τονίζει πως το Επιμελητήριο τάσσεται πάντα υπέρ της αύξησης του εισοδήματος των εργαζομένων, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση επισημαίνει πως η νέα αύξηση έρχεται χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και η δυνατότητα τους να ανταποκριθούν σε επιπλέον βάρη.
Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας ευθυγραμμίζεται και αυτό με τις άνωθεν παρατηρήσεις, σημειώνοντας πως η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, προτείνοντας παράλληλα προς την κυβέρνηση την άμεση μείωση των ασφαλιστικών εισφορών εντός του 2024, κι όχι το 2025 όπως προβλέπει ο κυβερνητικός σχεδιασμός.
Η ΓΣΕΕ, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους φορείς, υποστηρίζει πως ο διαμορφωμένος κατώτατος μισθός είναι αναντίστοιχος των αναγκών των εργαζομένων και δε διασφαλίζει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο. Τουναντίον, επισημαίνει, πως έχει τεκμηριωμένα ήδη καταθέσει πρόταση για αύξηση στο 60% του διάμεσου μισθού, που είναι το κατώφλι της φτώχειας, την ώρα που η Ελλάδα είναι πρώτη στη συμμετοχή των επιχειρηματικών κερδών στο εθνικό εισόδημα, αλλά προτελευταία στους μισθούς των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα.