Θετικό όφελος είχε για τον Έλληνα φορολογούμενο η ανακεφαλαιοποίηση και η αναδιάταξη του τραπεζικού τομέα, όπως επισήμανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας.
Στο πλαίσιο ομιλίας του σε συνεδρίαση των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών για την αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ο κ. Σουρνάρας είπε ότι μια «πρώτη αποτίμηση του κόστους της ανακεφαλαιοποίησης και της αναδιάταξης του τραπεζικού τομέα σε σύγκριση με τα οφέλη που αποκόμισε το Ελληνικό Δημόσιο, λαμβάνοντας υπόψη την εθελοντική αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους (Private Sector Involvement), δείχνει ότι ο Έλληνας φορολογούμενος έχει συνολικά μέχρι τώρα ωφεληθεί με ποσό που εκτιμάται σε περίπου 3,5 δισεκ. ευρώ».
Το κυριότερο όφελος του Ελληνικού Δημοσίου προέρχεται, όπως αναμένεται, από την εθελοντική ανταλλαγή του δημόσιου χρέους (Private Sector Involvement – PSI). Οι συνολικές ακαθάριστες ζημίες του τραπεζικού τομέα στην Ελλάδα από το PSI ανήλθαν σε 38,3 δισεκ. ευρώ (λαμβάνοντας υπόψη και το debt-buy back του Δεκεμβρίου 2012). Επίσης, η Τράπεζα της Ελλάδος διέθεσε υψηλά μερίσματα στο Ελληνικό Δημόσιο, τα οποία σε μεγάλο βαθμό προέρχονταν από τα έσοδα από την παροχή έκτακτης ενίσχυσης ρευστότητας (Emergency Liquidity Assistance) προς τις τράπεζες.
Όπως σημείωσε ο κ. Στουρνάρας, «έχοντας ιδιωτικοποιηθεί πλήρως και με υγιή θεμελιώδη μεγέθη, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα μπορεί να ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία. Οι τράπεζες έχουν επανεκκινήσει τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, ενώ οι ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης θα τονωθούν και από τις εκταμιεύσεις των επιχειρηματικών δανείων που συνδέονται με το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Επίσης, οι τράπεζες επενδύουν στον ψηφιακό μετασχηματισμό (digitalisation) των εργασιών τους προκειμένου να βελτιώσουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες προς τους πελάτες τους, αλλά και να μειώσουν το λειτουργικό κόστος».
Ταυτόχρονα, πρόσθεσε ο κ. Στουρνάρας, οι τράπεζες αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις, και μεταξύ αυτών, η πρόκληση του ιδιωτικού χρέους. Όπως είπε, η μεταφορά των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) εκτός τραπεζικού τομέα «δεν σημαίνει αυτόματα και την οριστική εξάλειψη του χρέους από την οικονομία. Το χρέος παραμένει, με τη διαχείρισή του πλέον να πραγματοποιείται από τις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις [ΕΔΑΔΠ]». Επισήμανε μάλιστα ότι, τον Δεκέμβριο του 2023, «η συνολική αξία των ανοιγμάτων που διαχειρίζονται οι ΕΔΑΔΠ για λογαριασμό των Εταιριών Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ανήλθε σε σχεδόν 70 δισεκ. ευρώ».
Συνεπώς, είπε ο κ. Στουρνάρας, η εύρυθμη λειτουργία της εν λόγω αγοράς για την επίτευξη της οριστικής εκκαθάρισης του ιδιωτικού χρέους είναι σημαντική παράμετρος και η αξιοποίηση του συνόλου των διαθέσιμων εργαλείων και επιλογών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση. Η εξέταση των δυνατοτήτων επανένταξης σε καθεστώς ενημερότητας πιστούχων οι οποίοι έχουν αξιόλογα βιώσιμα επενδυτικά σχέδια που μπορούν να χρηματοδοτηθούν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και να αναδεικνύεται ως μία επιλογή η οποία θα συμβάλει καθοριστικά στην εκκαθάριση του ιδιωτικού χρέους, αλλά και στην ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας, συμπλήρωσε ο κ. Στουρνάρας.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας είπε ότι ο τραπεζικός τομέας έχει να επιτελέσει ένα σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας μετά την πανδημία, στην αποτελεσματική κατανομή των παραγωγικών πόρων και στη διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού προτύπου που θα βασίζεται στην εξωστρέφεια και την καινοτομία. Ο ρόλος αυτός γίνεται πιο σημαντικός σε μία μικρή και ανοικτή οικονομία, όπως η ελληνική, όπου η ραχοκοκαλιά της είναι οι μικρομεσαίες και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες στηρίζονται σχεδόν εξολοκλήρου στο τραπεζικό σύστημα προκειμένου να αντλήσουν τα απαιτούμενα κεφάλαια για τη λειτουργία τους και τη διενέργεια νέων επενδύσεων. Με άλλα λόγια, η ελληνική οικονομία εξαρτάται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τις τράπεζες της σε σχέση με την ευρωπαϊκή οικονομία, κατέληξε ο κ. Στουρνάρας.
Αποεπένδυση από το ΤΧΣ
Ο Γ. Στουρνάρας σημείωσε ότι το ΤΧΣ προέβη το δ΄ τρίμηνο του 2023 και το α΄ τρίμηνο του 2024 σε τέσσερις συναλλαγές αποεπένδυσης διαθέτοντας το σύνολο της συμμετοχής του στην Eurobank Ergasias Υπηρεσιών και Συμμετοχών ΑΕ, στην Alpha Υπηρεσιών και Συμμετοχών ΑΕ και στην Πειραιώς Financial Holdings AE, καθώς και το 22% του μετοχικού κεφαλαίου της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ (στην οποία το ΤΧΣ διατήρησε το 18,39% του μετοχικού της κεφαλαίου).
Οι συναλλαγές αυτές, υποστήριξε, έγιναν με ευνοϊκούς όρους για το ΤΧΣ. Ειδικότερα, η πρώτη συναλλαγή διενεργήθηκε με αυξημένη τιμή (premium) 18,4% έναντι της τιμής κλεισίματος της μετοχής στο ΧΑ στις 22 Σεπτεμβρίου 2023 (ημερομηνία αρχικής δεσμευτικής προσφοράς) και η δεύτερη συναλλαγή σε αυξημένη τιμή 9,4% σε σχέση με την ανεπηρέαστη (undisturbed) τιμή κλεισίματος της μετοχής στο ΧΑ στις 20 Οκτωβρίου 2023, η οποία ήταν η τελευταία εργάσιμη ημέρα πριν από τη λήψη της προσφοράς.
Μάλιστα, η είσοδος στο μετοχικό κεφάλαιο της Alpha Υπηρεσιών και Συμμετοχών ΑΕ ενός από τους μεγαλύτερους τραπεζικούς ομίλους στη ζώνη του ευρώ, της UniCredit Group, επιφέρει πρόσθετα οφέλη, καθώς συνοδεύτηκε από την σύναψη συμφωνιών στρατηγικής συνεργασίας σε συγκεκριμένους τομείς και ισχυροποιεί τη μετοχική και κεφαλαιακή της βάση.