Μπορεί το επιτραπέζιο βερίκοκο να τυγχάνει της δημοφιλίας των καταναλωτών παγκοσμίως και για αυτό το φρούτο να τοποθετείται δίπλα στις μπανάνες και τα κεράσια, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο και με το βιομηχανικό, η ζήτηση για το οποίο καταγράφεται...συγκρατημένη. Αυτό επισημαίνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος της Ένωσης Κονσερβοποιών Ελλάδας (ΕΚΕ), Κώστας Αποστόλου, και λέγοντας ότι η ελληνική παραγωγή καλύπτει τη ζήτηση της μεταποίησης, σημειώνει ότι «το ότι δεν υπάρχει ζωηρό ενδιαφέρον για το βιομηχανικό βερίκοκο, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ξεκινάμε τη φετινή σεζόν με αποθέματα».
Η φετινή σεζόν ξεκίνησε και «αυτή τη στιγμή είμαστε με φουλ τις μηχανές για τα βερίκοκα», τονίζει ο κ. Αποστόλου.Σημειώνοντας ότι οι τιμές που δίνονται από τη βιομηχανία κυμαίνονται από 0,38 λεπτά/κιλό μέχρι και 0,50 λεπτά/κιλό, έναντι 0,50 λεπτά/κιλό πέρυσι, ο ίδιος, εκφράζει την αίσθησή του ότι το 2024 η παραγωγή της ποικιλίας μπεμπέκο κινήθηκε ομαλά. Εκτίμησή του αποτελεί ότι για κατάψυξη και κομπόστα θα πάνε 15.000 με 20.000 τόνοι βερίκοκου, αν όχι λίγο περισσότερο, ενώ αντίστοιχα στο χυμό μεταποιείται μεγαλύτερη ποσότητα.
Μειωμένη άνω του 60% η φετινή ελληνική παραγωγή επιτραπέζιου βερίκοκου
Για ακαρπία επιτραπέζιου βερίκοκου έως και 90%, από κακές ανθοφορίες και γονιμοποιήσεις, κάνουν λόγο παραγωγοί στη Βόρεια Ελλάδα, σημειώνοντας ότι το φαινόμενο καταγράφηκε πιο έντονο στις υπερπρώιµες και πρώιµες ποικιλίες, που εντοπίζονται κυρίως σε Ηµαθία, Πέλλα και Χαλκιδική.
«Η ζηµιά σε ορισµένες περιπτώσεις φτάνει και το 100%», επισημαίνει ο παραγωγός βερίκοκου από την περιοχή του Αγίου Γεωργίου Ημαθίας, Κωνσταντίνος Μαρκοβίτης, τονίζοντας ότι «μιλάµε για ποικιλίες όπως οι Mogador, Colorado, Tsunami, Bora, Luna, Pricia, στις οποίες τα δέντρα εµφάνισαν έντονο πρόβληµα ακαρπίας».
Λέγοντας πώς νούμερο ένα πρόβλημα για τους καλλιεργητές βερίκοκου είναι η κλιματική κρίση, ο κ. Μαρκοβίτης σημειώνει: «∆εν είναι κλιµατική αλλαγή, ούτε καν κρίση, μιλάμε για εγκληµατική αλλαγή. Στην περιοχή της Ημαθίας, αν και συµπληρώθηκαν φέτος πάνω από 980 ώρες ψύχους, οι βροχές κατά την περίοδο της ανθοφορίας, σε συνδυασµό µε τις χαµηλές για την εποχή θερµοκρασίες, δεν προσέλκυσαν τις μέλισσες με αποτέλεσμα να μην έχει γίνει καλή γονιμοποίηση και έτσι έπεσαν πολλά άνθη, ενώ όσα διατηρήθηκαν στο δέντρο, εξελίχθηκαν σε μικρό καρπό που τελικά και αυτός βρέθηκε στο έδαφος».
Στο πλαίσιο αυτό, ο ίδιος υπογραμμίζει τη σημασία που έχει η ποικιλία που θα επιλέξει ο παραγωγός να καλλιεργήσει ανάλογα με την περιοχή στην οποία έχει τα χωράφια του και λέγοντας ότι «ακόμη και αυτό δεν είναι πανάκεια», επισημαίνει χαρακτηριστικά «εγώ κάνω συνεχώς πειραματισμούς και ακόμη δεν έχω βρει εκείνη την ποικιλία που μου δίνει καλές παραγωγές κάθε χρόνο».
Υπενθυμίζοντας ότι η περσινή παραγωγή επιτραπέζιου βερίκοκου κινήθηκε σε πάνω από 76.000 τόνους, στα επίπεδα του 2022, σημειώνει ότι η φετινή υπολογίζεται λιγότερη σε ποσοστό άνω του 60%, με ορισμένους παραγωγούς να «βλέπουν και ολοκληρωτική καταστροφή».
«Μιλώντας με συναδέλφους μου σε όλη την Ελλάδα διαπιστώνω ότι εάν δεν βρεθούν ποικιλίες βερίκοκου με ανθεκτικότητα στη σάρκα, δεν λυθεί το πρόβλημα με την έλλειψη εργατών γης και δεν μετριαστεί το κόστος παραγωγής που έχει εκτιναχτεί σε ποσοστό άνω του 80% τουλάχιστον, τότε δεν βλέπω μέλλον για τον πρωτογενή τομέα γενικώς», τονίζει.
Για «κακή» χρονιά μιλούν οι παραγωγοί
Για μια ακόμη κακή χρονιά φέτος, ύστερα από τέσσερα χρόνια μειωμένης παραγωγής βερίκοκου, έκανε λόγο μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο παραγωγός στην Πορταριά Χαλκιδικής, Αθανάσιος Νεστορούδης και υπογραμμίζοντας τις σοβαρές επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης τονίζει ότι «προχωρήσαμε σε αναδιάρθρωση καλλιέργειας με δικά μας έξοδα και παρόλο που βάλαμε τις πολλά υποσχόμενες ποικιλίες που μας συνέστησαν οι επιστήμονες, ωστόσο το πρόβλημα παραμένει».
Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνοντας ότι «δεν είναι τυχαίο που την τελευταία πενταετία έχει εγκαταλειφθεί σε μεγάλο ποσοστό η καλλιέργεια βερικοκιάς στην Χαλκιδική», ο ίδιος εκτιμά ότι «δεν θεωρώ καθόλου απίθανο να είναι η τελευταία χρονιά που θα παράξει την όποια ποσότητα παράξει ο νομός Χαλκιδικής, η οποία και δεν πιστεύω ότι θα ξεπεράσει το 20% σε σχέση με την περσινή. Δεν μπορούμε άλλο να μπαίνουμε μέσα, πιστεύω ότι οι εκριζώσεις δέντρων βερικοκιάς θα συνεχιστούν με μεγαλύτερη ένταση».
Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι καλλιεργούνται πάνω από 2 εκατ. δέντρα, ενώ τα 4/5 της συνολικής παραγωγής βερίκοκου εντοπίζονται στην Πελοπόννησο (Αργολίδα και Κορινθία). Μικρότερες ποσότητες προέρχονται από τους Νομούς Χαλκιδικής, Πέλλας, Πιερίας, Ημαθίας, Μαγνησίας, Ηρακλείου Κρήτης και από τα Δωδεκάνησα. Οι καλλιεργούμενες ποικιλίες στη χώρα μας είναι είναι οι παραδοσιακές Τυρίνθου, Μπεμπέκου, Διαμαντοπουλου αλλά και νέες (λόγω ανθεκτικότητας στην sharka) όπως είναι η νεράιδα, aurora και άλλες πατενταρισμένες κοκκινόσαρκες, που επιλέγονται με κριτήριο τόσο την πρωιμότητα, την εμφάνιση του καρπού, το χρώμα του φλοιού, το μέγεθος, την γεύση και άρωμα, όσο και την μετασυλλεκτική ανθεκτικότητα του στην τυποποίηση, συσκευασία και μεταφορά, για διάθεσή του στον καταναλωτή για τις επιτραπέζιες ποικιλίες, αλλά και στην επεξεργασία τους στις μεταποιητικές
Με βάση επίσημες καταγραφές, στην Ευρώπη η παραγωγή βερίκοκου αναμένεται να φτάσει στους 523.986 τόνους φέτος, ήτοι στα περσινά επίπεδα, αλλά αυξημένος σε ποσοστό 2% σε σχέση με τον μέσο όρο της πενταετίας για την περίοδο 2018-2022.