Στην προτελευταία θέση της ΕΕ των 27 κατατάσσεται η Ελλάδα όσον αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ με επίδοση στο 67% του μέσου όρου της ΕΕ με τη Λετονία να προηγείται με 71% και τη Βουλγαρία να έπεται με 64%. Το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ καταγράφεται σε Λουξεμβούργο, Ιρλανδία και Ολλανδία με επιδόσεις από 130 εως και 240% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Ειδικότερα, η κατά κεφαλήν κατανάλωση στην Ελλάδα σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27 υπερβαίνει κατά πολύ το αντίστοιχο μέγεθος του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, αντανακλώντας το μεγάλο μερίδιο της κατανάλωσης στο ελληνικό ΑΕΠ σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27, αναφέρουν οι αναλυτές της Eurobank στο οικονομικό δελτίο «7 Ημέρες Οικονομία».
Επιπρόσθετα, παρατηρούν πως το 2023 το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα ήταν μικρότερο από την κατανάλωση, με αποτέλεσμα ο ρυθμός αποταμίευσης να είναι αρνητικός.
Το 2023 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, δύο χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου και της Ευρωζώνης όπως η Ελλάδα (η Ισπανία και η Πορτογαλία έγιναν μέλη της τότε ΕΟΚ το 1986, ήτοι 5 χρόνια μετά την Ελλάδα), ήταν στο 88% και στο 83% αντίστοιχα του μέσου όρου της ΕΕ-27.
Η ελληνική οικονομία για να φτάσει στο 83% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ του μέσου όρου της ΕΕ-27 σε 10 χρόνια από σήμερα θα πρέπει να αναπτύσσεται με ρυθμό κατά 2,1 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τον αντίστοιχο του μέσου όρου της ΕΕ-27 (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης).
Παρά ταύτα, ακόμα και αν επαληθευτεί αυτό το σενάριο, εξίσου σημαντικό για την ελληνική οικονομία είναι η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του υποδείγματος μεγέθυνσής της έναντι πιθανών μελλοντικών διεθνών κρίσεων (παραγωγικές επενδύσεις, διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, εξωστρέφεια, εθνική αποταμίευση, δημοσιονομική σταθερότητα).
Όπως μας δίδαξε η κρίση χρέους, αυτό το ποιοτικό χαρακτηριστικό υποτιμήθηκε για χρόνια στο παρελθόν, με τα γνωστά μεγάλα αρνητικά αποτελέσματα στη συνέχεια.
Λόγω της βαθιάς ύφεσης και της παρατεταμένης στασιμότητας κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας από το 95% του μέσου όρου της ΕΕ-27 το 2009 μειώθηκε στο 67% το 2023. Αντίστοιχα, η κατά κεφαλήν κατανάλωση από το 107% του μέσου όρου της ΕΕ27 το 2009 συρρικνώθηκε στο 79% το 2023.
• Η υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας έναντι του μέσου όρου της ΕΕ-27 τα 3 τελευταία χρόνια αντανακλάται στην ενίσχυση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ από το 62% του μέσου όρου της ΕΕ-27 το 2020 στο 67% το 2023. Εντούτοις, σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα, ήτοι το 2019, η βελτίωση ανέρχεται σε μια ποσοστιαία μονάδα, από το 66% το 2019 στο 67% το 2023. Το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2023 ήταν χαμηλότερο κατά 18,9% σε σύγκριση με την κορυφή του 2007 (26,6% το 2013), δηλαδή έχει ανακτηθεί το 29,2% των απωλειών της κρίσης χρέους σε όρους πραγματικού ΑΕΠ.
• To 2009, 13 χώρες της ΕΕ-27 είχαν χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης από την Ελλάδα. Αυτές ήταν η Τσεχία (87% του μέσου όρου της ΕΕ-27 έναντι 95% στην Ελλάδα), η Σλοβενία (86%), η Μάλτα (84%), η Πορτογαλία (83%), η Σλοβακία (72%), η Ουγγαρία (65%), η Εσθονία (64%), η Κροατία (64%), η Πολωνία (60%), η Λιθουανία (57%), η Λετονία (53%), η Ρουμανία (52%) και η Βουλγαρία (44%). 14 χρόνια αργότερα, ήτοι το 2023, 12 από τις 13 προαναφερθείσες χώρες έχουν υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από την Ελλάδα. Αναλυτικά, το 2023 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Μάλτας διαμορφώθηκε στο 105% του μέσου όρου της ΕΕ-27 -έναντι 67% στην Ελλάδα- και ακολούθησαν: Τσεχία και Σλοβενία (91%), Λιθουανία (86%), Πορτογαλία (83%), Εσθονία (81%), Πολωνία και Ρουμανία (80%), Κροατία και Ουγγαρία (76%), Σλοβακία (73%) και Λετονία (71%)