Στην τελευταία θέση των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά τους μισθούς ανά ώρα εργασίας βρίσκεται η Ελλάδα, σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών - ΚΕΠΕ («Σχετική θέση του μέσου ωρομισθίου και εργαζόμενοι φτωχοί στην Ελλάδα», Βλάσης Μισσός).
Η έρευνα του κ. Μισσού αναφέρεται καταρχάς σε άρθρο των Financial Times, σύμφωνα με το οποίο, στη διάρκεια των δεκαπέντε ετών που έχουν μεσολαβήσει από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα εμφανίζεται πλέον ως η δεύτερη πιο φτωχή χώρα της ΕΕ27, μετά τη Βουλγαρία, με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, μετρούμενο σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης (purchase power parity, PPP*).
Ωστόσο, όπως σημειώνει ο οικονομολόγος, η δική του ανάλυση επικεντρώνεται στους μισθούς που καταβλήθηκαν (αντί στο ΑΕΠ). Όπως παρουσιάζεται παρακάτω, συγκριτικά με τις χώρες της ΕΕ27, η ελληνική οικονομία κατέχει πλέον την τελευταία θέση του μέσου μισθού ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας (ωρομισθίου) υπολογισμένου σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης.
Μισθολογικό σοκ μετά το 2008
«Από το 1995 έως και το 2008, η σχετική αγοραστική δύναμη του μέσου καταβεβλημένου ωρομισθίου στην Ελλάδα υπολογίζεται σε πάνω από το 60% του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ27. Οπωσδήποτε, η συγκεκριμένη επίδοση δεν αντικατοπτρίζει κάποιο ιδιαίτερα υψηλό, συγκριτικό επίπεδο αποδοχών. Το συγκεκριμένο μέγεθος όμως, ενώ απεικονίζει αποκλειστικά και μόνο το εύρος απόκλισης των μισθών από τον ευρωπαϊκό μέσο, πρέπει να γίνεται κατανοητό εντός της εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας. Ειδικότερα, το συνολικά διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών κατά την ίδια περίοδο προσδιορίζεται και από άλλες πηγές, ενώ οι συνθήκες ευελιξίας της αγοράς εργασίας πριν το 2012 στην Ελλάδα, ήταν αισθητά διαφορετικές. Παρ’ όλα αυτά, αφήνοντας στην άκρη αυτές τις πολύ σημαντικές ποιοτικές διαστάσεις και εστιάζοντας την προσοχή μας στην αγοραστική δύναμη του μέσου ωρομισθίου, η Ελλάδα βρισκόταν μεταξύ 8ης ή 9ης θέσης από το τέλος και με μια ήπια, συγκλίνουσα τάση προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η ασθενής ανοδική τάση φαίνεται ότι ανακόπτεται σταδιακά, ήδη πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης», επισημαίνεται.
Συγκεκριμένα, από την περίοδο 2007-2008 η αγοραστική δύναμη των μισθών ανά ώρα εργασίας παρέμεινε στάσιμη, ενώ, από το 2009 και ύστερα, η πορεία τους είναι καθοδική. Ιδιαίτερα, το 2020, έτος κατά το οποίο η πανδημία επέδρασε έντονα στη διεθνή οικονομία, η αγοραστική δύναμη του ωρομισθίου στην Ελλάδα συγκλίνει με εκείνο της Βουλγαρίας και, έκτοτε, η απόσταση μεταξύ τους διευρύνεται.
Η Ελλάδα 2η σε ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο
«Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα πρέπει να εξεταστεί τόσο από την πλευρά των μεταβολών του επιπέδου των σχετικών μισθών, όσο και από τη σκοπιά του επιπέδου των ωρών εργασίας. Αν και το ζήτημα χρήζει επισταμένης έρευνας, η αύξηση των ωρών εργασίας φαίνεται ότι διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στη μείωση του καταβαλλόμενου ωρομισθίου», επισημαίνεται στην ανάλυση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει, από το 2020, οπότε και καταγράφηκε καθίζηση των συνολικών ωρών εργασίας σε όλη την ΕΕ27 λόγω των μέτρων περιορισμού της πανδημίας, έως και το 2023, η μέση αύξηση των ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο στην ΕΕ27 εκτιμάται σε 3,4%, έναντι 9,25% στην Ελλάδα – δηλαδή, τριπλάσια του μέσου όρου.
Είναι ενδεικτικό ότι για το 2023, μεταξύ των χωρών της ΕΕ27, η Ελλάδα εμφανίζει τη δεύτερη υψηλότερη επίδοση σε ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο. Παράλληλα, στη διάρκεια της δεκαπενταετούς περιόδου που μεσολάβησε από την κρίση του 2009, η χώρα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη μείωση στο ύψος των πραγματικών ωρομισθίων (-23,7%), με δεύτερη την Ουγγαρία (-15%).
Όπως επισημαίνεται σε μεγάλο βαθμό, η σχετική υποχώρηση του ωρομισθίου θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως απόρροια αυτών των δύο αντίρροπων τάσεων.
Ζητούμενο η δημιουργία καλά αμειβόμενων και ποιοτικών θέσεων εργασίας,
«Δεν χωράει αμφιβολία, επισημαίνει ο οικονομολόγος, ότι, σε σύγκριση με τις χώρες της ΕΕ27, η Ελλάδα έχει διέλθει μια μακρά περίοδο περικοπών και στασιμότητας των αμοιβών εργασίας. Οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται αντιστοιχούν σε χαμηλότερες αποδοχές και σχετικά, περισσότερες ώρες εργασίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, κατά το 2022, το 23,1% των εργαζομένων (περίπου 1 στους 4) να υπολογίζεται ότι διαβιεί με διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο του κατωφλιού φτώχειας του 2009. Το φαινόμενο των εργαζόμενων φτωχών οφείλει να αποτελέσει επίκεντρο της αναπτυξιακής ατζέντας της χώρας και να απασχολήσει εντονότερα την κοινή γνώμη. Η αύξηση της απασχόλησης, μέσα από τη δημιουργία καλά αμειβόμενων και ποιοτικών θέσεων εργασίας, αποτελεί παράγοντα για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στη χώρα μας», καταλήγει.
*Οι δείκτες PPP χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο στη συγκριτική ανάλυση και στην εκτίμηση των αποκλίσεων μεταξύ των χωρών της. Πρόκειται για «δείκτες τιμολογιακών διαφορών που αποτυπώνουν πόσες χρηματικές μονάδες κοστίζει μια συγκεκριμένη ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών σε διαφορετικές χώρες. Το PPP μπορεί, συνεπώς, να χρησιμοποιείται ως δείκτης μετατροπής του εθνικού νομίσματος, μέσω του οποίου οι δαπάνες εκφράζονται σε μία κοινή μονάδα, που απαλείφει τις διαφορές των επιπέδων των τιμών των χωρών. Τα PPP είναι οι μόνοι δείκτες σχεδιασμένοι για συγκρίσεις μεταξύ των χωρών, παρά για συγκρίσεις μεταξύ των ετών.