Σε αναβάθμιση του outlook της ελληνικής οικονομίας προχώρησε η DBRS, διατηρώντας την αξιολόγηση στο BBB (low).
H DBRS είχε διατηρήσει τον περασμένο Μάρτιο την αξιολόγηση της χώρας στο BBB (low) με σταθερό το outlook. Υπήρξε, όμως, πέρυσι τον Σεπτέμβριο ο πρώτος από τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης που έδωσε στη χώρα το investment grade. Υπενθυμίζεται ότι ο μόνος μεγάλος οίκος που διατηρεί τη χώρα κάτω από την επενδυτική βαθμίδα είναι η Moody’s η οποία βάση του προγραμματισμού θα δημοσιοποιήσει την έκθεσή της για την ελληνική οικονομία την επόμενη Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου.
Οι αλλαγές στις προοπτικές - όπως σημειώνει ο οίκος - αντανακλούν τις προσδοκίες της DBRS για περαιτέρω βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών του τραπεζικού συστήματος. Ο τραπεζικός τομέας είναι πιθανό να συνεχίσει να διατηρεί καλή κερδοφορία και να μειώνει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs). Οι κληρονομιές που σχετίζονται με την ισχυρή σχέση με την κυβέρνηση έχουν επίσης υποχωρήσει ως αποτέλεσμα της απόφασης της κυβέρνησης να πουλήσει ένα μεγάλο ποσό μετοχών σε συστημικές τράπεζες.
Επιπλέον, τα υγιή και αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με την υγιή ονομαστική ανάπτυξη, θα διευκολύνουν την περαιτέρω σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, το οποίο αναμένεται να μειωθεί κάτω από το 140% έως το 2027 από 161,9% το 2023.
Ακόμη, η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παραμένει σε καλό δρόμο, η οποία, μαζί με τις υψηλότερες επενδύσεις που υποστηρίζονται από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αναμένεται να αυξήσει τη δυναμική του ΑΕΠ και να καταστήσει την ανάπτυξη της χώρας πιο αυτοδύναμη. Από το 2021, η Ελλάδα υπερέχει της μέσης ανάπτυξης της ευρωζώνης και αυτό είναι πιθανό να συνεχιστεί και τα επόμενα δύο χρόνια. Το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά περισσότερο από 2,0% τόσο το 2024 όσο και το 2025.
Η χώρα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο στην εκτέλεση του Ταμείου Ανάκαμψης γεγονός που αναμένεται να βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον της χώρας, να ενισχύσει την παραγωγικότητα και να συμβάλει στη μείωση του επενδυτικού χάσματος με τους ομολόγους της στη ζώνη του ευρώ.
Επιπλέον, υπάρχει ισχυρή πολιτική δέσμευση για διατήρηση μιας συνετής δημοσιονομικής στρατηγικής, που αντανακλάται στη ταχεία βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος παρά τους πολλαπλούς κλυδωνισμούς που έχει αντιμετωπίσει η οικονομία από το 2020.
Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης μετά την ανακοίνωση του οίκου DBRS Morningstar για την αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS Morningstar, ο πρώτος αναγνωρισμένος από την ΕΚΤ που απένειμε πέρυσι στην ελληνική οικονομία την επενδυτική βαθμίδα, προχώρησε σήμερα σε αναβάθμιση των προοπτικών της, από σταθερές σε θετικές.
Ακόμα μια θετική είδηση για την Ελλάδα μετά τις σημερινές ανακοινώσεις της Eurostat, που κατατάσσουν την ελληνική οικονομία δεύτερη στην ΕΕ από πλευράς ανάπτυξης το δεύτερο τρίμηνο του 2024. Ακόμα μια θετική είδηση μετά τα αποτελέσματα της δημοπρασίας του ΟΔΔΗΧ για έντοκα γραμμάτια ετήσιας διάρκειας, σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα στις αρχές Σεπτεμβρίου δανείστηκε με επιτόκιο 2,82%, χαμηλότερο από τη Γαλλία και συγκρίσιμο με το αντίστοιχο Γερμανικό.
Ακόμα πιο σημαντικά ίσως όμως είναι όσα γράφει η έκθεση της DBRS για την πρόοδο και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Για την επίτευξη δημοσιονομικών στόχων. Το ρυθμό ανάπτυξης που είναι υψηλότερος από το μέσο όρο της ΕΕ. Τις θετικές εκτιμήσεις για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Τη μείωση του δημοσίου χρέους που, όπως αναφέρεται, στο τέλος του 2024 εκτιμάται πως θα είναι από τις μεγαλύτερες μειώσεις στη σύγχρονη εποχή. Αλλά και την πολιτική σταθερότητα που εγγυάται τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Η έκθεση της DBRS Morningstar αποτελεί μία ακόμη απόδειξη της ορθότητας της οικονομικής πολιτικής που βασίζεται στη δημοσιονομική υπευθυνότητα, τις φιλοεπενδυτικές δράσεις και έχει χειροπιαστά αποτελέσματα για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Είναι ένας ακόμη λόγος να επιταχύνουμε την προσπάθεια με το ίδιο μείγμα πολιτικής για να ανεβάσουμε την Ελλάδα ψηλότερα»