Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της έρευνας Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης της Nielsen, ο παγκόσμιος δείκτης επανήλθε στα προ κρίσης επίπεδά του, φτάνοντας τις 96 μονάδες. Ο δείκτης αυτός είναι ο υψηλότερος που έχει σημειωθεί από το πρώτο τρίμηνο του 2007. Βελτίωση σημείωσε και ο δείκτης της Ευρώπης, ο οποίος αυξήθηκε κατά 2 μονάδες και έφτασε συνολικά τις 75. Από τις συνολικά 32 ευρωπαϊκές αγορές που μετρώνται στην έρευνα παρουσιάστηκε αύξηση στις 21, ενώ οι μεγαλύτερες αυξήσεις σημειώθηκαν μεταξύ των χωρών με τους ιστορικά χαμηλότερους δείκτες. Μεταξύ αυτών η Ελλάδα και η Γαλλία, οι οποίες παρουσίασαν αύξηση 8 μονάδων η καθεμία, φτάνοντας τις 53 και 59 μονάδες αντίστοιχα, ενώ αύξηση σημείωσαν επίσης και οι “σε ύφεση” οικονομίες της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, κατά 7 και 3 μονάδες αντίστοιχα, φτάνοντας τις 51 και 61 μονάδες αντίστοιχα. Γεγονός, ωστόσο παραμένει ότι οι 9 στις 10 χώρες με τον χαμηλότερο δείκτη παγκοσμίως ανήκουν στην Ευρώπη, με την Κροατία, την Ιταλία και την Σλοβενία να βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις.
Όσον αφορά στην Ελλάδα, ο δείκτης αυξήθηκε κατά 8 μονάδες φτάνοντας τις 53 μονάδες. “Ο δείκτης αυτός αποτελεί τον υψηλότερο δείκτη που έχει σημειώσει η Ελλάδα τα τελευταία 4 χρόνια και πιθανότατα αντικατοπτρίζει την αισιοδοξία των καταναλωτών που προέρχεται από 2 κυρίως γεγονότα: την εμφάνιση πρωτογενούς πλεονάσματος πέραν του αναμενόμενου, η οποία επιτρέπει στην κυβέρνηση την παροχή επιδόματος «κοινωνικού μερίσματος» στις κοινωνικές ομάδες, που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση, καθώς και την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές για πρώτη φορά, έπειτα από 4 περίπου χρόνια” σχολίασε η Βίκη Γρηγοριάδου, Διευθύνουσα Σύμβουλος για την Nielsen Ελλάδας.
Ανησυχία για την εργασιακή ασφάλεια
Ασφαλώς, παρ’ όλη την βελτίωση του δείκτη, η ανησυχία για την εργασιακή ασφάλεια παραμένει για το 52% των ερωτώμενων η μεγαλύτερή τους ανησυχία, ενώ ακολουθείται σε ποσοστό 30% από την ανησυχία για την γενικότερη οικονομική συγκυρία. Ενδεικτικό είναι επίσης το γεγονός ότι 8 στους 10 εξακολουθούν να αμφιβάλουν για το αν η Ελλάδα θα καταφέρει να ανακάμψει από την οικονομική ύφεση σύντομα, ενώ στην μεγάλη πλειοψηφία τους (79%) πιστεύουν ότι τουλάχιστον για τους επόμενους 12 μήνες η γενικότερη οικονομική συγκυρία θα παραμείνει ως έχει.
Στην ερώτηση πού διαθέτουν τα χρήματα, που τους περισσεύουν, μετά την κάλυψη των βασικών τους αναγκών, το 27% των Ελλήνων εξακολουθεί να δηλώνει ότι το ξοδεύει για την κάλυψη δανείων, πιστωτικών καρτών και γενικότερα χρεών, ωστόσο το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό του πρώτου τριμήνου του 2013 κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες. Επίσης, παρ’ όλο που 3 στους 10 δηλώνουν ότι δεν έχουν καθόλου διαθέσιμο εισόδημα, είναι προφανές, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, ότι οι Έλληνες έχουν πλέον αρχίσει να προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες, καθώς όλο και περισσότεροι έχουν αρχίσει να ισχυρίζονται ότι αποταμιεύουν περισσότερο ή διαθέτουν περισσότερα χρήματα για προσωπική ευχαρίστηση (π.χ. για διακοπές, αγορές νέων ρούχων κτλ).
Αλλαγή αγοραστικών συνηθειών
Σε κάθε περίπτωση γεγονός παραμένει ότι οι Έλληνες καταναλωτές σε ποσοστό 80% έχουν αλλάξει τις αγοραστικές τους συνήθειες, έχοντας γίνει περισσότερο επιφυλακτικοί όσον αφορά στις δαπάνες τους. Το ποσοστό της Ελλάδας είναι το τρίτο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έπειτα από την Ισπανία και την Πορτογαλία που σκοράρουν οριακά υψηλότερα με ποσοστό 81%.
Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι Έλληνες σε ποσοστό 74% δηλώνουν πως έχουν στραφεί σε φθηνότερα καταναλωτικά προϊόντα, ενώ επίσης έχουν περιορίσει την διασκέδαση εκτός του σπιτιού σε ποσοστό 71%. 4 στους 10 δηλώνουν πως θα συνεχίσουν τις δύο παραπάνω ενέργειες ακόμη και μετά την βελτίωση των οικονομικών συνθηκών.
*** Η παγκόσμια, διαδικτυακή έρευνα της Nielsen για τη μέτρηση της Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης διεξήχθη από τις 17 Φεβρουαρίου έως τις 7 Μαρτίου 2014 σε 60 διαφορετικές χώρες, όπου συμμετείχαν πάνω από 30.000 καταναλωτές της Ευρώπης, της Ασίας, της Ωκεανίας, της Αμερικής και της Μέσης Ανατολής. Ο δείκτης Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης αποτυπώνει την γνώμη των καταναλωτών για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση, τις ανησυχίες τους, αλλά και τις προθέσεις τους για το μέλλον.