Η συζήτηση γύρω από τον κλάδο της ελληνικής μελισσοκομίας εκτυλίσσεται πλέον στο πλαίσιο της επιβίωσης. Η ξηρασία, αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής, σκοτώνει κυριολεκτικά τον κλάδο, καθώς χρόνο με το χρόνο οι μέλισσες δεν επιβιώνουν στις νέες καιρικές συνθήκες. Το αποτέλεσμα είναι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του κ. Λεονταράκη, Προέδρου της ΟΜΣΕ, να κλείσει το 2024 με κατακόρυφη πτώση της παραγωγής, της τάξης του 70%.
Ο Πρόεδρος της ΟΜΣΕ κάνει λόγο για μια απελπιστική κατάσταση και ζητά να κηρυχθεί ο κλάδος σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.
Παραγωγή
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το 2021 η εγχώρια παραγωγή μελιού ανερχόταν στους 23.500 τόνους με 1,85 εκατ. κυψέλες ενώ το 2022 η παραγωγή αυξήθηκε κατά 17,7% και ανήλθε στους 27.600 τόνους με 1,92 εκατ. κυψέλες, αυξημένες δηλαδή κατά 4,3%.
Παρά την αναπτυξιακή πορεία που καταγράφουν τα στοιχεία, το 2023 η ανομβρία που επικράτησε στη χώρα γονάτισε τους παραγωγούς, καθώς σταδιακά άρχισε να εξαφανίζει το ζωικό κεφάλαιο. Σήμερα οι ασφαλισμένοι μελισσοκόμοι είναι 14.750, έχουν πάνω από 2 εκατ. κυψέλες αλλά η παραγωγή αναμένεται να «βουτήξει» κατά 70%.
Ελληνοποιήσεις
Εκτός των θανατηφόρων για τον κλάδο καιρικών συνθηκών, οι μελισσοκόμοι της χώρας έχουν να αντιμετωπίσουν και την άνιση μάχη με τις ελληνοποιήσεις. Ο κ. Λεονταράκης μας ενημέρωσε πως οι εισαγωγές μελιών γίνονται ως επι το πλείστον από την Ουκρανία και την Κίνα και επισήμανε χαρακτηριστικά πως οι ελληνοποιήσεις από τις 2 εξής χώρες δε προκαλούν μόνο αρνητικό οικονομικό αντίκτυπο αλλά και υγειονομικό. Αναφέρει χαρακτηριστικά πως στις παραπάνω χώρες δε γίνονται οι προβλεπόμενοι υγειονομικοί έλεγχοι και είθισται τα μέλια αυτά να είναι νοθευμένα, καθιστώντας τα επισφαλή για την υγεία.
Εν αναμονή της ψηφιοποίησης
Το πρόβλημα των ελληνοποιήσεων είχε αναδειχθεί από το Φεβρουάριο στην ευρεία σύσκεψη της Συντονιστικής Επιτροπής των μελισσοκόμων με τον τότε υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, Λευτέρη Αυγενάκη.
Στην σύσκεψη εκείνη είχε αποφασισθεί η δημιουργία ψηφιακής πλατφόρμας για την αποτύπωση της αλυσίδας παραγωγής, εμπορίας και διακίνησης μελιού και την αποτύπωση του ισοζυγίου μελιού, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην προστασία και ανάδειξη των ελληνικών μελισσοκομικών προϊόντων, τη διαφύλαξη των παραγωγών και του καταναλωτικού κοινού, από φαινόμενα νοθείας και παραπλάνησης, αποτελώντας καθοριστικό εργαλείο για τη καθιέρωση μηχανισμών ιχνηλασιμότητας και την τήρηση του ισοζυγίου μελιού. Παράλληλα, είχε προβλεφθεί η εντατικοποίηση των ελέγχων και η αυστηροποίηση των κυρώσεων.
Παρόλα αυτά, τονίζει ο κ. Λεονταράκης, πως δεν έχει γίνει προς το παρόν καμία απολύτως ενέργεια. Η ψηφιακή πλατφόρμα αν και ήταν έτοιμη από το Μάρτιο, σύμφωνα με τον τότε υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Σταύρος Κελέτσης, δεν έχει ακόμα παραδοθεί στους μελισσοκόμους, ενώ οι έλεγχοι κινούνται με τους ίδιους, αργούς, ρυθμούς εξαιτίας της υποστελέχωσης των αρμόδιων υπηρεσιών.
Λύσεις
Ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης τον Ιούνιο, που περιλάμβανε και την αλλαγή της ηγεσίας του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, αποτελεί σύμφωνα με τον Πρόεδρο της ΟΜΣΕ, τη βασική αιτία καθυστέρησης υλοποίησης των συμφωνηθέντων πρωτοβουλιών του Φεβρουαρίου.
Ωστόσο επίκεται συνάντηση εντός των επόμενων ημερών με τη νέα ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και τον υπουργό Κώστα Τσιάρα για να συζητηθούν εκ νέου τα προβλήματα που ταλαιπωρούν τους μελισσοκόμους αλλά και για να βρεθούν λύσεις.
Οι μελισσοκόμοι θα αιτηθούν, μεταξύ άλλων, υποστήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και αναστολή των υποχρεώσεων τους προς τις ΔΕΚΟ και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο κλάδος της μελισσοκομίας έχει ενταχθεί στο στρατηγικό σχέδιο της νέας ΚΑΠ 2023-2027, με ειδικό πρόγραμμα συγχρηματοδοτούμενων τομεακών παρεμβάσεων οι οποίες είναι συγχρηματοδοτούμενες, κατά 50% από την Ευρωπαϊκή Ένωση και 50% από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Ο προϋπολογισμός για τα τομεακά προγράμματα της μελισσοκομίας για την περίοδο 2023-2027 ανέρχεται συνολικά στα 61.626.450 ευρώ, δηλαδή 12.325.000 περίπου ευρώ ετησίως.
Επίσης, μέχρι το 2025 θα καταρτιστεί Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την αναστροφή της μείωσης των πληθυσμών των επικονιαστών, έως το 2030, και τη σταδιακή αύξηση των πληθυσμών τους μέχρι να επιτευχθούν ικανοποιητικά επίπεδα. Έχει θεσπιστεί η πρόβλεψη της δυνατότητας υλοποίησης προγραμμάτων επικονίασης αυτοφυούς ή/και καλλιεργούμενης βλάστησης, στα οποία θα μπορούν να συμμετάσχουν οι μελισσοκόμοι της χώρας.