Σε ιστορικό πλαίσιο και πάντα σε πραγματικές τιμές, το ΑΕΠ της χώρας αντιστοιχεί στο επίπεδο του Σεπτεμβρίου του 2001. Σε σχέση δε με το υψηλό των 252 δισ. ευρώ του Μαρτίου του 2008, το συνολικό εθνικό προϊόν υπολείπεται κατά 22,01%, επισημαίνεται σε οικονομική ανάλυση της HellasFin Investment Services. Παρά τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης συγκριτικά με την Ευρωζώνη, σύμφωνα με την Hellas Fin, η ελληνική οικονομία καλείται να αντιμετωπίσει τις συμπληγάδες του πληθωρισμού στο υπόλοιπο του 2024, ενώ ανησυχίες εγείρονται από το πολύ υψηλό ποσοστό συμμετοχής της κατανάλωσης στην τελική διαμόρφωση του ΑΕΠ (ιδιωτική 70,1% και δημόσια 19,3%). Σχετικά με τις πάγιες επενδύσεις, όπως αναφέρεται στην οικονομική ανάλυση, η συνεισφορά τους στο ελληνικό εθνικό προϊόν, με την συμπερίληψη των ενισχύσεων στα πλαίσια του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης, ανάγεται στο 14,4%, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη ανέρχεται στο 21%.
Όπως εκτιμούν μεταξύ άλλων οι αναλυτές της εταιρείας, η ελληνική οικονομία δεν μπορεί εγχωρίως να παράγει προϊόντα και να παρέχει υπηρεσίες προκειμένου να υποκαταστήσει τις αντίστοιχες εισαγωγές της. Η ενεργή συμμετοχή της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας μπορεί να επιτευχθεί μέσω της παραγωγής και εμπορίας καινοτόμων και ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών, πεδίο στο οποίο ακόμη υστερεί. Η δυναμική συνιστώσα της ελληνικής οικονομίας, η τουριστική βιομηχανία, δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκές μοντέλο διατηρήσιμης ανάπτυξης των επόμενων δεκαετιών.
Στην οικονομική ανάλυση επισημαίνεται επίσης ότι συνεχίστηκε η μεγέθυνση του ΑΕΠ της Ελλάδος στην διάρκεια του δεύτερο τριμήνου του 2024. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το εθνικό προϊόν της χώρας είναι κατά 2,32% υψηλότερο του 2023 και κατά 1,08% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Η ιδιωτική κατανάλωση η οποία αποτελεί το 70,1% του συνολικού ΑΕΠ, μεγεθύνθηκε σε ετήσια βάση κατά 2% και σε τριμηνιαία 0,6%. Η δημόσια δαπάνη με συνεισφορά 19,3% στο ΑΕΠ, μειώθηκε σε ετήσια βάση κατά 3,6%.