Στις 22 Σεπτεμβρίου γιορτάσαμε την Ημέρα Ελληνικού Εμπορίου, με τον κλάδο να χαρακτηρίζεται, δικαίως, ως ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας, ενώ ταυτόχρονα είναι και ένας κλάδος που δίνει σημαντική προστιθέμενη αξία στην οικονομία της χώρας. Τέσσερα από τα δέκα ευρώ που κυκλοφορούν στην οικονομία περνάνε μέσα από το εμπόριο και γι’ αυτό έχει την τιμή να αποτελεί τον βασικό κορμό της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας.
Η δεκαετής κρίση και αμέσως μετά η πανδημία δημιούργησαν πολλές πληγές και προβλήματα στον εμπορικό και επιχειρηματικό κόσμο. Πολλές επιχειρήσεις οδηγήθηκαν σε επιβράδυνση των εργασιών τους, συσσωρεύοντας παράλληλα και πολλά χρέη, αρκετά από τα οποία υπάρχουν μέχρι και σήμερα. Γι’ αυτό είναι επιτακτική ανάγκη να προχωρήσει η Πολιτεία σε μια γενναία ρύθμιση 120 δόσεων, ώστε να υπάρξει αποσυμφόρηση των ευάλωτων επιχειρήσεων από τις πολλές υποχρεώσεις προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες. Θα πρέπει να αναφέρουμε, επίσης, ότι η πανδημία ανέδειξε παράλληλα τη σημασία του ηλεκτρονικού εμπορίου. Πολλές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να δημιουργήσουν ηλεκτρονικό κατάστημα, εισερχόμενες για πρώτη φορά στον κόσμο του διαδικτύου και διεισδύοντας στις διεθνείς αγορές.
Από την άλλη πλευρά, όμως, κινδυνεύουν να απολέσουν ανταγωνιστική ισχύ και τζίρο αντιμετωπίζοντας σημαντικούς εγχώριους και πολυεθνικούς εμπορικούς κολοσσούς, που διαθέτουν υπεροπλία σε οικονομικούς πόρους, τεχνογνωσία και στήριξη εκ μέρους του τραπεζικού συστήματος. Η ψηφιοποίηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αποτελεί, επίσης, μια πρόκληση. Το ποσοστό ψηφιακής έντασης βρίσκεται στο 43,3%, κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Παρά τις δυσκολίες, όμως, υπάρχει ενδιαφέρον για επενδύσεις, νέες τεχνολογίες και πράσινες λύσεις, κάτι που αναμένεται να βελτιώσει τη θέση των επιχειρήσεων στο μέλλον. Οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, όμως, κατά 80% είναι αποκομμένες από οποιαδήποτε χρηματοδότηση από τις συστημικές ελληνικές τράπεζες. Η οποιασδήποτε μορφής χρηματοδότηση ακολουθείται από υψηλά επιτόκια, πολύ πάνω από το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η Ελλάδα αυτήν τη χρονική περίοδο έχει ανάγκη τις ισχυρές εμπορικές επιχειρήσεις, που δίνουν προστιθέμενη αξία σε ποιοτικές θέσεις εργασίας, ενώ παράλληλα πρέπει να παραμένουν εξωστρεφείς και καινοτόμες. Θα πρέπει να διευρύνουμε το παραγωγικό μοντέλο αλλά και τις διακλαδικές συνεργασίες του ελληνικού εμπορίου με άλλους αναπτυξιακούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, όπως τον πρωτογενή τομέα και τον τουρισμό. Και ειδικά τον τουρισμό, που αποτελεί το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας και αποδίδει σχεδόν το 25% του ΑΕΠ. Μάλιστα, ένας σημαντικός αριθμός εμπορικών επιχειρήσεων δραστηριοποιείται εντός τουριστικών περιοχών, αποφέροντας αρκετό «συνάλλαγμα» στη χώρα.
Για το 2024 θα πρέπει να τονίσουμε ότι, ενώ έχουμε αύξηση των αφίξεων στα ελληνικά αεροδρόμια, αυτή η αύξηση δεν αντανακλά στα έσοδα από τις τουριστικές ροές. Για να μπορέσει μια παραδοσιακή εμπορική περιοχή να είναι κερδοφόρα, δεν αρκεί μόνο η θέληση των ιδιοκτητών καταστημάτων, χρειάζεται και στρατηγικός σχεδιασμός, με μηχανισμούς, υποδομές και μέτρα στήριξης.
Για το 2024 τα τουριστικά έσοδα της Ελλάδας αναμένεται να φτάσουν περίπου στα 22 δισ. ευρώ, με 35 εκατομμύρια τουρίστες να επισκέπτονται τη χώρα. Αντίστοιχα, στην Πορτογαλία, ενώ το 2023 πήγαν 18 εκατομμύρια τουρίστες, τα έσοδα ήταν κοντά στα 25 δισ. ευρώ. Φαίνεται ξεκάθαρα ότι προσελκύουμε μη ποιοτικούς τουρίστες, που δεν ξοδεύουν, ενώ ο υπερτουρισμός, που παρατηρείται πλέον και στη χώρα μας, δημιουργεί αρκετά προβλήματα, χωρίς τα αναμενόμενα θετικά αποτελέσματα για τις τοπικές κοινωνίες.
Τέλος, θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι το εμπόριο διαχρονικά αποτελεί τον στυλοβάτη της ελληνικής οικονομίας και της απασχόλησης, γι’ αυτό και θα πρέπει να στηριχθεί με ευνοϊκά νομοθετήματα, στην κατεύθυνση του υγιούς ανταγωνισμού και όχι της διεύρυνσης της ψαλίδας μεταξύ μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων.
Το άρθρο αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα «ΤΟ ΠΑΡΟΝ»