Η Wood διατηρεί σταθερή την πρόβλεψή της , υποστηριζόμενη από την αύξηση των επενδύσεων και την ισχυρή δημοσιονομική πορεία. Η Ελλάδα αναμένεται να συνεχίσει να υπεραποδίδει σε σχέση με την ευρωζώνη, ενώ η Wood θεωρεί ότι οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, που έχουν επηρεαστεί από το διεθνές κλίμα, είναι υπερβολικά υψηλές σε σχέση με τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας.
Επισημαίνει ότι η ελληνική οικονομία διατηρεί ισχυρές προοπτικές, υπεραποδίδοντας της ευρωζώνης κατά 1,5-2 ποσοστιαίες μονάδες, λόγω κυρίως της δυναμικής στις επενδύσεις. Οι καταναλωτικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 2% σε πραγματικούς όρους το πρώτο εξάμηνο του 2024, ξεπερνώντας το 1,6% του 2023, αλλά υστερούν σε σχέση με τις προσδοκίες. Αυτήν τη συγκρατημένη καταναλωτική διάθεση την αποδίδει στο γεγονός ότι οι έρευνες των νοικοκυριών δεν δείχνουν σαφή βελτίωση στην αγοραστική δύναμη από το 2019. Παράλληλα, οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις βρίσκονται σε διαδικασία εξυγίανσης ισολογισμών, η οποία έχει αρχίσει να αποδίδει, αλλά δεν έχει ακόμα οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των μισθών.
Υπογραμμίζει τη συνεχιζόμενη συνετή δημοσιονομική πολιτική και την υπεραπόδοση που καταγράφεται και σε αυτό το μέτωπο. Όπως επισημαίνει, η ισχυρή δημοσιονομική εκτέλεση συνεχίζει να συμβάλλει στην ομαλοποίηση του μελλοντικού πιστωτικού κύκλου, μέσω τακτικών εκταμιεύσεων κεφαλαίων της ΕΕ και υψηλότερων δημόσιων επενδύσεων από ό,τι στο παρελθόν, καθώς και με ένα καλά εδραιωμένο χαμηλό δημόσιο κόστος δανεισμού.
Σε αυτό το πλαίσιο, και με βάση τις τελευταίες εξελίξεις στην οικονομία που περιγράφονται παραπάνω, η Wood εκτιμά πως η ανάπτυξη στην Ελλάδα φέτος θα κινηθεί στο 2% από 2,4% το 2024, ενώ το 2026 θα επιταχυνθεί στο 2,7%. Ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα υποχωρήσει στο 156% από 158% πέρυσι και το 2026 θα διαμορφωθεί στο 152%.
Εκτιμά ότι το τρέχον επίπεδο απόδοσης του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου είναι κάπως υπερβολικά υψηλό, δεδομένου των ελληνικών θεμελιωδών μεγεθών, αλλά βλέπει μια τάση συνεχιζόμενης ανόδου των αποδόσεων στην Ευρωζώνη και τις ΗΠΑ, η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει μετάδοση για τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία τους επόμενους τρεις μήνες. Για το έτος συνολικά, εκτιμά ότι η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς θα διαμορφωθεί στο 3,1% και στο 3,3% το 2026.
Τα στοιχεία για τις πιστώσεις και τις καταθέσεις που ανακοίνωσε η Τράπεζα της Ελλάδος έδειξαν επιβράδυνση των χορηγήσεων. Τα δάνεια προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις αυξήθηκαν κατά 10% σε ετήσια βάση τον Δεκέμβριο, βραδύτερα από 16,6% σε ετήσια βάση τον Νοέμβριο, ενώ τα δάνεια προς τα νοικοκυριά μειώθηκαν κατά 5,8% σε ετήσια βάση έναντι πτώσης 3,8% σε ετήσια βάση το Νοέμβριο.
Στο πλαίσιο του δανεισμού των νοικοκυριών, τα δάνεια μειώθηκαν κατά 1,2% σε ετήσια βάση από αύξηση 1,7% σε ετήσια βάση τον Νοέμβριο, ενώ η πτώση στα ενυπόθηκα δάνεια ήταν εντονότερη από τις προηγούμενες τάσεις, στο -7% σε ετήσια βάση από -5,2% σε ετήσια βάση το Νοέμβριο. Για το α’ τρίμηνο φέτος, οι τράπεζες αναμένουν ότι η ζήτηση δανείων θα παραμείνει αμετάβλητη για τα δάνεια προς επιχειρήσεις και τα καταναλωτικά δάνεια, αλλά θα αυξηθεί για τα στεγαστικά δάνεια.
Το ποσοστό ανεργίας συνέχισε την πτωτική του τάση, υποχωρώντας στο 9,4% τον Δεκέμβριο του 2024, από 10,4% τον Δεκέμβριο του 2023. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διαμορφώθηκε στο 6,1% του ΑΕΠ τον Νοέμβριο του 2024, παραμένοντας αμετάβλητο σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2023.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το έλλειμμα αγαθών διευρύνθηκε κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες, στο 15,1% του ΑΕΠ, αλλά υπεραντισταθμίστηκε από την αύξηση του ισοζυγίου δευτερογενών εισοδημάτων κατά +0,9 ποσοστιαίες μονάδες, στο 1,2% του ΑΕΠ.
Στην πλευρά της χρηματοδότησης, τόσο οι εισροές άμεσων επενδύσεων όσο και οι εισροές επενδύσεων χαρτοφυλακίου αυξήθηκαν σε 1,5% και 2,4% του ΑΕΠ, έναντι του ισορροπημένου προφίλ για τις άμεσες επενδύσεις και τις εισροές 1,3% του ΑΕΠ για τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου τον Νοέμβριο του 2023. Η εισερχόμενη τοποθέτηση ελαφρύνθηκε για τις λοιπές επενδύσεις στο -1,2% του ΑΕΠ, από -3% του ΑΕΠ τον Νοέμβριο του 2023.
Οι έρευνες στα νοικοκυριά δεν αποκαλύπτουν καμία αντιληπτή βελτίωση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης από το 2019, ενώ οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις παραμένουν στη μακρά διαδικασία βελτίωσης των ισολογισμών τους, η οποία αρχίζει να αποδίδει σημαντικά κέρδη, αλλά αυτά δεν είναι αρκετά εκτεταμένα, ώστε να προσφέρουν σημαντική αύξηση των μισθών και προοπτικές για τους εργαζόμενους.