Η απόφαση της Ε.Ε. να αναβαθμίσει τη βιομηχανική πολιτική σε στόχο πρώτης προτεραιότητας για όλη την Ευρώπη, έδωσε την ευκαιρία να αναδειχθούν δύο κρίσιμα ελληνικά προβλήματα, υπογράμμισε ο Πρόεδρος του ΣΕΒ και Αντιπρόεδρος της BUSINESSEUROPE Δημήτρης Δασκαλόπουλος, κατά την ομιλία του στο άτυπο Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας που πραγματοποιήθηκε σήμερα (12/5) στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας υπό την αιγίδα του υπουργού Ανάπτυξης Κωστή Χατζηδάκη.
Συγκεκριμένα, όπως ανέφερε το πρώτο πρόβλημα είναι η δραστική μείωση του εργατικού κόστους, η οποία δεν οδηγεί υποχρεωτικά σε εξωστρεφή ανάπτυξη –όπως προέβλεπε το μνημονιακό «δόγμα» της εσωτερικής υποτίμησης και το δεύτερο, σε αντίθεση με τη μεγάλη πλειοψηφία των κρατών-μελών της Ε.Ε., το ζητούμενο για τη χώρα μας δεν είναι η ενίσχυση ή ανανέωση της παραγωγικής μας βάσης, αλλά η δημιουργία μίας νέας ανταγωνιστικής παραγωγικής βάσης. «Οι εξαγωγές μας δεν πάνε καλά γιατί, απλούστατα, δεν έχουμε και πολλά να εξάγουμε», τόνισε ο κ. Δασκαλόπουλος.
Παράλληλα, ο κ. Δασκαλόπουλος υπογράμμισε ότι η ανταγωνιστικότητα δεν αφορά ποτέ όλο το φάσμα της παραγωγής μιας χώρας. «Οι επιχειρήσεις ή οι κλάδοι διαμορφώνουν την ανταγωνιστικότητα – την παραγωγικότητα. Όχι το κράτος. Η κάθε επιχείρηση επιδιώκει να έχει υψηλής ποιότητας συντελεστές παραγωγής –ώστε να τους χρησιμοποιεί σύμφωνα με τις επιταγές της τεχνολογικής προόδου- ικανοποιητική χρηματοδότηση, σύγχρονη οργάνωση, αποτελεσματικό μάρκετινγκ και δίκτυο διανομής, ώστε να αυξάνει σε μόνιμη βάση, την παραγωγικότητα της. Αυτή είναι η δουλειά της επιχείρησης κι αυτό είναι που την καθιστά ανταγωνιστική – να είναι ένα βήμα μπροστά από τους ανταγωνιστές της. Δουλειά του κράτους είναι να διασφαλίζει ένα περιβάλλον που συνεισφέρει στη απρόσκοπτη και δημιουργική δράση των επιχειρήσεων, ευνοεί την καινοτομία, προσελκύει κεφάλαια και μειώνει το διοικητικό κόστος», τόνισε χαρακτηριστικά.
Με βάση αυτή τη διάκριση, τόνισε ο Πρόεδρος του ΣΕΒ, η χώρα μας οφείλει να υιοθετήσει και να χρησιμοποιήσει τους μοχλούς αιχμής που έχει προσδιορίσει η Ε.Ε. για τη βιομηχανική πολιτική. Συγκεκριμένα:
- Τη μείωση του κόστους ενέργειας. Οι εταίροι πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι για την ελληνική βιομηχανία αυτό είναι θέμα επιβίωσης. Αν το κόστος ενέργειας δεν μειωθεί, ο παραγωγικός μας ιστός θα υποβαθμιστεί ακόμα περισσότερο και η έστω αμυδρή σήμερα προοπτική ανάπτυξης θα εκμηδενιστεί.
- Την ουσιαστική διαβούλευση κράτους και ιδιωτικού τομέα, όπως ξεκίνησε με τη λειτουργία της Διυπουργικής Επιτροπής για τη βιομηχανία, ώστε να δημιουργηθεί εκείνο το περιβάλλον που θα στηρίζει την κρίσιμη προσπάθεια των επιχειρήσεων ή και κλάδων να αυξήσουν την παραγωγικότητα τους.
- Τη δημιουργία ενός ενιαίου χώρου για έρευνα και ανάπτυξη. Ενώ η χώρα μας έχει πλούσιο και ικανό δυναμικό για την ανάπτυξη αυτού του κρίσιμου τομέα, υστερεί στη χρηματοδότηση, στις διαδικασίες και στο συντονισμό. Η ίδρυση μίας μορφής ευρωπαϊκής «ενιαίας αγοράς» στον τομέα αυτόν θα βοηθούσε τον ιδιωτικό τομέα να δραστηριοποιηθεί γρήγορα και αποτελεσματικά για την προώθηση της καινοτομίας σε όλο το μήκος της αλυσίδας αξίας.
Καταλήγοντας ο κ. Δασκαλόπουλος επισήμανε ότι « η επιστροφή σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης πρέπει να αποτελέσει τη βασική πολιτική και κοινωνική προτεραιότητα της Ένωσης, σε αντιδιαστολή με τη μονομερή εμμονή στις συνταγές λιτότητας. Παράλληλα, η εφαρμογή των ευρωπαϊκών πολιτικών πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες των αναγκών κάθε χώρας –ιδιαίτερα των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου».