Επιστολή προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής Νομισματικών και Οικονομικών Υποθέσεων (ECON), Ρομπέρτο Γκουαλτιέρι, απέστειλε στις 17 Φεβρουαρίου ο Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Παπαδημούλης, από κοινού με το Γερμανό Ευρωβουλευτή της Αριστεράς, Φάμπιο ντε Μάσι. Αφορμή στάθηκε η ακύρωση της πρώτης συνεδρίασης της Ομάδας Εργασίας που έχει συγκροτηθεί για τον έλεγχο των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής.
Οι δύο Ευρωβουλευτές που εκπροσωπούν στην Ομάδας Εργασίας την Ευρωομάδα της Αριστεράς, υπογραμμίζουν στην επιστολή τους πως η καθυστέρηση της υλοποίησης της απόφασης για την συγκρότηση της ομάδας εργασίας, ενέχει τον κίνδυνο «να αποδυναμώσει τον ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε σχέση με τους εμπλεκόμενους θεσμούς και κυβερνήσεις».
Ταυτόχρονα ζητούν από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Νομισματικών και Οικονομικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, πληροφορίες για τα επόμενα βήματα της Ομάδας Εργασίας καθώς και συγκεκριμένο προγραμματισμό και ατζέντα.
Χτες, 18 Φεβρουαρίου και μετά την επιστολή των δύο Ευρωβουλευτών, ο κ. Gualtieri ανακοίνωσε την επανέναρξη των διαδικασιών της Ομάδας Εργασίας και όρισε τις 8 Μαρτίου για την ημέρα που θα πραγματοποιηθεί η πρώτη συνεδρίαση.
Ακολουθεί η πλήρης επιστολή:
«Αξιότιμε κ. Πρόεδρε,
Πέρασαν σχεδόν 5 μήνες από την πρώτη θετική απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων, σχετικά με την επιστολή του Έλληνα Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα για τον αυξανόμενο ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τον έλεγχο των προγραμμάτων προσαρμογής, και ειδικότερα για την υπόθεση της Ελλάδας.
Ακολουθώντας την πρόσφατη απόφαση για την συγκρότηση της Ομάδας Εργασίας, η πρώτη συνεδρίαση που είχε οριστεί για τις 3 Φεβρουαρίου, ακυρώθηκε.
Ως εκ τούτου, θα θέλαμε να ζητήσουμε πληροφορίες για το πότε αναμένονται να λάβουν χώρα οι απαραίτητες ενέργειες τόσο για την συγκρότηση της Ομάδας Εργασίας σε πλήρη σύνθεση και όλες οι απαραίτητες προετοιμασίες για τον κατάλληλο σχεδιασμό και προγραμματισμό, όσο και οι συνεδριάσεις πάνω σε συγκεκριμένη ατζέντα. Περαιτέρω καθυστέρηση ενδέχεται να αποδυναμώσει τον ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε σχέση με τους εμπλεκόμενους θεσμούς και κυβερνήσεις.»