Σύμφωνα με την «Καθημερινή», τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά 30% μέχρι το τέλος του 2018 έχει θέσει ως κεντρικό στόχο η Τράπεζα της Ελλάδος, όπως ενημέρωσε χθες τους τραπεζίτες ο διοικητής κ. Γ. Στουρνάρας σε σύσκεψη που είχαν.
Κάτι που πρακτικά σημαίνει πως από 35,5% που διαμορφώνεται (Δεκέμβριος 2015) ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα πρέπει να περιοριστεί στο 25% μέχρι το τέλος 2018.
Έτσι από 72,3 δισ. ευρώ που διαμορφώνονται σήμερα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (σε ένα συνολικό χαρτοφυλάκιο δανείων ύψους 208 δισ. ευρώ) θα πρέπει να περιοριστούν περίπου στα 52 δισ. ευρώ σε ορίζοντα 3ετίας. Με τα σημερινά δεδομένα οι τράπεζες θα πρέπει να μειώνουν κατά περίπου 6,5 δισ. ευρώ ετησίως τον όγκο των «κόκκινων» δανείων, ωστόσο η τελική εικόνα θα εξαρτηθεί από την πορεία της οικονομίας και τον ρυθμό πιστωτικής επέκτασης.
Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη που μίλησαν στην εφημερίδα, η αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι η αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί και η οικονομία θα ανακτήσει σύντομα τον βηματισμό της. Επίσης, απαιτεί ένα νομοθετικό πλαίσιο που θα διευκολύνει τη σχετική προσπάθεια θεσπίζοντας μεγαλύτερη ευελιξία στο πτωχευτικό δίκαιο και θα δίνει τη δυνατότητα πώλησης μη εξυπηρετούμενων δανείων σε εξειδικευμένες εταιρείες.
Αντίθετα, αν η αβεβαιότητα συνεχιστεί, η οικονομία βυθιστεί στην ύφεση και τα «κόκκινα» δάνεια αυξηθούν σημαντικά, τότε η εικόνα θα επιβαρυνθεί δραστικά.
Σημειώνεται δε ότι η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο 25% στην 3ετία αποτελεί μόνο το πρώτο βήμα, καθώς σε ορίζοντα 7ετίας, δηλαδή μέχρι το τέλος του 2022, στόχος είναι ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων να βρεθεί κάτω από το 10% ώστε να προσεγγίσει και πάλι επίπεδα ευρωπαϊκής κανονικότητας.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΤτΕ, περίπου το 20% από τα 72 δισ. ευρώ των «κόκκινων» δανείων μπορεί να αφορά «στρατηγικούς κακοπληρωτές», δηλαδή δανειολήπτες που ενώ είναι σε θέση να αποπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους δεν το κάνουν εκμεταλλευόμενοι την κρίση και το χαοτικό νομοθετικό σύστημα. Οι τράπεζες εκτιμούν ότι το 40% των νοικοκυριών που έχει κάνει χρήση των διατάξεων του νόμου Κατσέλη δεν έχει πραγματικό οικονομικό πρόβλημα και κάνει κατάχρηση των διατάξεων του νόμου.