Το πράσινο φως στη συμφωνία Ελλάδας – ΤΑΡ για την κατασκευή του νέου αγωγού φυσικού αερίου, άναψε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Σύμφωνα με τη σχετική απόφαση, το έργο αναμένεται να συμβάλει στη βελτίωση της ασφάλειας και της ποικιλίας στις ενεργειακές πηγές της Ε.Ε., δίχως να στρεβλώνονται οι αρχές του ενιαίου ανταγωνισμού.
«Η σημερινή απόφαση ανοίγει τον δρόμο για έργα αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ στην Ελλάδα» δήλωσε από την πλευρά της, η Επίτροπος Ανταγωνισμού Μαγκρέιτε Βέστεϊγερ. «Ο ΤΑΡ θα φέρει στην Ευρώπη νέο αέριο και θα αυξήσει την ασφάλεια των ενεργειακών πηγών της νοτιανατολικής Ευρώπης» πρόσθεσε ενδεικτικά.
Σχετικά με την κρατική συνδρομή στο έργο, η Κομισιόν απεφάνθη ότι περιορίζεται στα απολύτως αναγκαία, προκειμένου να εκκινήσει το έργο.
Ο αγωγός ΤΑΡ είναι το ευρωπαϊκό σκέλος του Νότιου Διαδρόμου Φυσικού Αερίου, που στοχεύει στη σύνδεση της αγοράς της Ε.Ε. με νέες πηγές φυσικού αερίου. Με αρχική ικανότητα μεταφοράς 10 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων φυσικού αερίου ετησίως, ο αγωγός θα μεταφέρει φυσικό αέριο από το κοίτασμα του Σαχ Ντενίζ II στο Αζερμπαϊτζάν στην αγορά της Ε.Ε. από το 2020.
Ο αγωγός θα ξεκινά από τα ελληνοτουρκικά σύνορα και μέσω Αλβανίας θα καταλήγει στην Ιταλία, διασχίζοντας υπογείως την Αδριατική. Η εταιρεία που θα αναλάβει την κατασκευή και τη λειτουργία του Διαδριατικού αγωγού είναι η Trans Adriatic Pipeline AG (TAP), μια κοινοπραξία ενεργειακών εταιρειών. Η TAP θα επενδύσει στο έργο 5,6 δισ. ευρώ για μια πενταετία, εκ των οποίων 2,3 δισ. ευρώ στην Ελλάδα.
Οι ελληνικές αρχές και η TAP υπέγραψαν συμφωνία φιλοξενούσας χώρας. Η συμφωνία αυτή καθορίζει τους όρους κατασκευής και λειτουργίας του αγωγού από την TAP, καθώς και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις των δύο μερών. Ειδικότερα, η συμφωνία παρέχει στην TAP ειδικό φορολογικό καθεστώς για 25 χρόνια από την έναρξη των εμπορικών δραστηριοτήτων.
Το γεγονός αυτό ενδεχομένως να παρέχει στην εταιρεία οικονομικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της, οι οποίοι δεν θα ωφελούνται από το ειδικό φορολογικό καθεστώς και, ως εκ τούτου, να συνεπάγεται κρατική ενίσχυση κατά την έννοια των κανόνων της ΕΕ.