Μετά από μια βαθιά και παρατεταμένη ύφεση, κατά τη διάρκεια της οποίας το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 26%, η οικονομία προβλέπεται να αυξηθεί και πάλι κατά τη διάρκεια του 2016 και 2017, αλλά πλήρης οικονομική ανάκαμψη θα πάρει χρόνο.
Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της έκθεσης του Μαρτίου του ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομία. Τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης έχουν ως εξής:
- Η ανταγωνιστικότητα έχει βελτιωθεί σημαντικά, αλλά οι εξαγωγές και οι επενδύσεις παραμένουν αδύναμες.
- Το ποσοστό ανεργίας, εξακολουθεί να είναι υψηλό, παρά τη μέτρια μείωση από το 2013.
- Η κατάθλιψη έχει ωθήσει πολλούς ανθρώπους στη φτώχεια και η εισοδηματική ανισότητα έχει αυξηθεί.
- Οι μεταρρυθμίσεις φόρων και παροχών έχουν βελτιώσει σημαντικά τη θέση του προϋπολογισμού, αλλά το βάρος της προσαρμογής υπήρξε άνισο και το δημόσιο χρέος είναι ακόμη πολύ υψηλό.
- Ο τραπεζικός τομέας πρόσφατα ανακεφαλαιοποιήθηκε, αλλά η χρηματοδότηση της οικονομίας είναι αδύναμη λόγω της υψηλής επιβάρυνσης από μη εξυπηρετούμενα δάνεια και της μειωμένης ζήτησης για δάνεια.
- Η Ελλάδα έχει υλοποιήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, όμως δεν έχει επιτευχθεί πρόοδος ως προς τον περιορισμό της επιρροής των ολιγοπωλιακών καταστάσεων ενώ παραμένει υψηλή η επιβάρυνση από ρυθμιστικές και άλλες διατάξεις της δημόσιας διοίκησης. Η ύφεση της οικονομίας, η έλλειψη τραπεζικής χρηματοδότησης και τα διαρθρωτικά εμπόδια συγκρατούν τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας.
- Η ύπαρξη διαρθρωτικών εμποδίων και τα διοικητικά κόστη αυξάνουν το κόστος των εξαγωγών. Η εκποσώπηση της Ελλάδας στην παγκοσμια αλυσίδα αξιών είναι χαμηλή λόγω ανεπαρκών επενδύσεων σε ανθρώπινο και κεφαλαίου που βασίζεται στη γνώση, λόγω χαμηλών ξένων επενδύσεων και λόγω μικρού μεγέθους των επιχειρήσεων και ανεπαρκών υποδομών. Παρά το ότι η βιομηχανία έχει απελευθερωθεί, υπάρχουν περιοριστικές πολιτικές στην ενέργειας και στις μεταφορές που περιορίζουν το εμπόριο τόσο αγαθών όσο και υπηρεσιών.