Της Δήμητρας Μανιφάβα
Στις ημέρες που απομένουν έως τις 2 Απριλίου, οπότε και θα επιστρέψουν στην Ελλάδα τα υψηλόβαθμα κλιμάκια των εκπροσώπων των δανειστών θα επιχειρήσει η ελληνική κυβέρνηση σε συνεργασία με τα τεχνικά κλιμάκια των “θεσμών” να βρει τον “έντιμο συμβιβασμό” στο ζήτημα των “κόκκινων δανείων” ή τουλάχιστον να εμφανίσει μια βελτιωτική πρόταση. Το εν λόγω ζήτημα αποδείχθηκε, όπως αρκετοί είχαν προβλέψει, στο πλέον ακανθώδες, καθώς η απόσταση ανάμεσα σε κυβέρνηση και δανειστές μπορεί να καλύφθηκε σε μεγάλο βαθμό σε ό,τι αφορά το ασφαλιστικό και το φορολογικό, όχι όμως και σε ό,τι αφορά τις κατηγορίες δανείων που μπορούν να μεταβιβασθούν σε εταιρείες – μη τραπεζικά ιδρύματα. Άλλωστε και ο επικεφαλής του Eurogroup κ. Γερούν Ντάισελμπλουμ στη δήλωση που έκανε την Κυριακή αναφέρεται σε πρόοδο που έχει επιτευχθεί σε φορολογικό και ασφαλιστικό.
Σημειώνεται ότι η κυβέρνηση πρέπει να νομοθετήσει για το θέμα των “κόκκινων” δανείων έως τις 15 Απριλίου, καθώς τότε λήγει και η παράταση που δόθηκε στην απαγόρευση πώλησης διαφόρων κατηγοριών μη εξυπηρετούμενων δανείων. Εάν έως τότε δεν έχουν καταλήξει οι διαπραγματεύσεις, τότε η κυβέρνηση θα πρέπει να νομοθετήσει νέα παράταση, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα απελευθερωθεί άμεσα και πλήρως η πώληση “κόκκινων” δανείων σε εταιρείες – μη τραπεζικά ιδρύματα.
Ενδεικτικό του κλίματος που δημιουργήθηκε το βράδυ της περασμένης Πέμπτης ανάμεσα στις δύο πλευρές είναι ότι αν και είχε προαναγγελθεί συνάντηση για το Σάββατο, τελικά δεν πραγματοποιήθηκε καμία με αυτό το αντικείμενο, ενώ αντιθέτως έγιναν δύο συναντήσεις μες στο Σαββατοκύριακο για το ασφαλιστικό, καθώς και για την ανασκόπηση της πορείας αξιολόγησης κατά την τελευταία αυτή επίσκεψη των εκπροσώπων των δανειστών.
Η εξέλιξη αυτή ήταν εν πολλοίς αναμενόμενη, καθώς το υπουργείο Οικονομίας, το καθ’ ύλην αρμόδιο για το ζήτημα της μεταβίβασης «κόκκινων» δανείων σε εταιρείες - μη τραπεζικά ιδρύματα δεν παρουσίασε βελτιωτική πρόταση, αλλά επέμεινε σε αυτή που είχε παρουσιάσει στους εκπροσώπους των δανειστών κατά την προηγούμενη επίσκεψή τους στην Αθήνα, παρά το γεγονός ότι αυτή είχε εξαρχής απορριφθεί. Η στάση αυτή προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στους εκπροσώπους των δανειστών, καθώς από όταν είχαν λάβει στα χέρια τους την πρόταση Σταθάκη, είχαν επισημάνει ότι υπερβαίνει τα όσα συμφωνήθηκαν τον περασμένο Αύγουστο. «Η κυβέρνηση θα δημιουργήσει ένα μόνιμο δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας, συμπεριλαμβάνοντας μέτρα στήριξης υπέρ των πλέον ευάλωτων οφειλετών και κάνοντας διάκριση μεταξύ των οφειλετών που αθετούν τις υποχρεώσεις τους για στρατηγικούς λόγους, αφενός, και των καλή τη πίστει οφειλετών, αφετέρου», αναφέρεται στο κείμενο της συμφωνίας που κυρώθηκε από το ελληνικό Κοινοβούλιο στις 14 Αυγούστου 2015.
Η πρόταση του υπουργού Οικονομίας η οποία για μια ακόμη φορά θεωρήθηκε μαξιμαλιστική υπενθυμίζεται ότι προβλέπει τα εξής: απαγόρευση της πώλησης απαιτήσεων σε μη τραπεζικά ιδρύματα από δανειακές συμβάσεις προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις για δάνεια έως 500.000 ευρώ προς ελεύθερους επαγγελματίες για δάνεια έως 250.000 ευρώ και για καταναλωτικά δάνεια με ύψος δανείου έως 20.000 ευρώ. Επίσης, ο κ. Σταθάκης έχει προτείνει να απαγορευτεί για τρία χρόνια η πώληση «κόκκινων» δανείων όλων των κατηγοριών -και όχι μόνο των στεγαστικών- όταν αυτά συνδέονται με προσημείωση ή υποθήκη πρώτης κατοικίας.
Οι δανειστές φέρονται διατεθειμένοι να κάνουν κάποιες υποχωρήσεις σε ό,τι αφορά το τελευταίο σημείο, συνδέοντας όμως τις όποιες εξαιρέσεις με εισοδηματικά κριτήρια, τα οποία στην ουσία θα ταυτίζονται με τα κριτήρια που τέθηκαν στον τροποποιημένο «νόμο Κατσέλη». Με άλλα λόγια, ίσως προβλεφθεί εξαίρεση των δανείων εκείνων που μπορούν να υπαχθούν στον «νόμο Κατσέλη».
Στο «παζάρι» των διαπραγματεύσεων μπήκε και το ζήτημα της μεταβίβασης των λεγόμενων «πράσινων» δανείων. Η δυνατότητα, δηλαδή, να μεταβιβάζονται σε εταιρείες δάνεια που εξυπηρετούνται κανονικά, χωρίς το «πακέτο» να περιλαμβάνει και «κόκκινα» δάνεια του οφειλέτη. Οι τράπεζες βλέπουν με καλό μάτι αυτή την προοπτική, καθώς θα ανεβεί το τίμημα των προς πώληση χαρτοφυλακίων, ενώ και η κυβέρνηση συνολικά δεν εμφανίζεται ιδιαιτέρως αρνητική. Διαφορετική, ωστόσο, φέρεται να είναι η γνώμη του ίδιου του κ. Σταθάκη, ο οποίος εμφανίζεται ενοχλημένος από τη σχετική συζήτηση.