Όπως είχε άλλωστε προαναγγείλει, ήδη από το βράδυ της Τρίτης ο πρωθυπουργός, η ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ κατέθεσαν πρόταση σύστασης Εξεταστικής Επιτροπής για τη διερεύνηση της νομιμότητας της δανειοδότησης των πολιτικών κομμάτων, καθώς και των ιδιοκτητριών εταιρειών ΜΜΕ από τα τραπεζικά ιδρύματα της χώρας.
Οι βουλευτές των συγκυβερνώντων κομμάτων, προτείνουν τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, σύμφωνα με τα άρθρα 68 παρ. 2 του Συντάγματος και 144 επ. του Κανονισμού της Βουλής προκειμένου να διερευνηθεί το ειδικό ζήτημα δημόσιου ενδιαφέροντος για τη δανειοδότηση των πολιτικών κομμάτων και των εταιρειών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και ειδικότερα:
- Το περιεχόμενο των δανειακών συμβάσεων, το ύψος, τους όρους και το σκοπό δανειοδότησης ή αναχρηματοδότησης παλαιοτέρων δανείων.
- Την εκτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας των δανειοληπτών σε σχέση με τους κανονισμούς πιστοδοτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων.
- Τις εμπράγματες εξασφαλίσεις και άλλες εγγυήσεις για τις εν λόγω δανειοδοτήσεις.
- Το σημερινό ύψος των δανείων αυτών, καθώς και τη σημερινή πορεία εξυπηρέτησής τους.
Και ακόμη, σε περίπτωση μη εξυπηρέτησης των δανείων, τυχόν καταγγελίες των δανειακών συμβάσεων, αλλά και ενδεχόμενες δικαστικές ενέργειες αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά και αναζήτησης πιθανών ποινικών ευθυνών, εις βάρος όσων δανειοδοτήθηκαν και δανειοδότησαν.
Όπως τονίζουν στο κείμενο της πρότασής τους οι βουλευτές, «τα τελευταία έξι χρόνια η χώρα βρίσκεται στη δίνη επιβολής μέτρων λιτότητας, μέσω των εφαρμοζόμενων προγραμμάτων λιτότητας και δημοσιονομικής προσαρμογής των Μνημονίων που υπεγράφησαν από τις προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας και που είχαν ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την απώλεια του 25% του ΑΕΠ, την εκτόξευση της ανεργίας, ιδίως στους νέους, την καταρράκωση των εργασιακών δικαιωμάτων, τη διάλυση του κοινωνικού κράτους και τελικά την υπονόμευση της ζωής και της αξιοπρέπειας της κοινωνικής πλειοψηφίας.»
Επισημαίνουν πως ένας από τους λόγους που η ελληνική οικονομία βρέθηκε στη δίνη της κρίσης και της λιτότητας ήταν και η ανορθολογική λειτουργία και η συνολική διαχείριση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, και συγκεκριμένα ο επί σειρά ετών άκριτος δανεισμός.
Οι Κοινοβουλευτικές Ομάδες του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ τονίζουν ακόμη ότι την ώρα που η οικονομία κατέρρεε και το τραπεζικό σύστημα κλονιζόταν, πολιτικά κόμματα συνέχιζαν να δανειοδοτούνται με ανύπαρκτες ή εικοτολογικές εξασφαλίσεις των μελλοντικών κρατικών τους επιχορηγήσεων, που, ως γνωστόν, εξαρτώνται από τα μελλοντικά εκλογικά ποσοστά τους. Επικαλούνται δε, δημοσιεύματα, «που δεν διαψεύσθηκαν ούτε κατά την πρόσφατη προ ημερησίας συζήτηση στη Βουλή», ότι τα χρέη της ΝΔ φαίνεται να φτάνουν σήμερα το ποσό των 210 εκατ. ευρώ, από τα οποία τα 197 εκατ. αφορούν δάνεια με εξασφάλιση τη μελλοντική κρατική χρηματοδότηση, και αναφέρουν ότι το ίδιο ισχύει και για τα δάνεια που έχει λάβει το ΠΑΣΟΚ που υπολογίζεται ότι το 2013 έφταναν τα 111 εκατ. ευρώ.
Παράλληλα -όπως προσθέτουν στην πρότασή τους- εξίσου αμφίβολης εξασφάλισης τραπεζικά δάνεια χορηγήθηκαν και σε εταιρείες μέσων μαζικής ενημέρωσης. «Παρά την κρίση, δάνεια με αναντίστοιχα ποσά εξασφαλίσεων, με ιδιαιτέρως χαμηλά επιτόκια, με προσημειώσεις ακινήτων αμφίβολης εμπορευσιμότητας, συνέχισαν να χορηγούνται».
«Έτσι, οι τράπεζες "τάιζαν" με δάνεια ΜΜΕ και κόμματα, τα κόμματα υποστήριζαν τις τράπεζες με λογής εξυπηρετήσεις και τα ΜΜΕ φρόντιζαν και φροντίζουν για την υποστήριξη του συστήματος εξουσίας που τα τρέφει», υπογραμμίζεται στην πρόταση και συμπερασματικά αναφέρεται ότι είναι συνεπώς επιτακτική ανάγκη να διερευνηθούν εξαντλητικά οι δανειακές συμβάσεις που συνήψαν οι τράπεζες με τα πολιτικά κόμματα, αλλά και με τα ΜΜΕ και ειδικά τους τηλεοπτικούς σταθμούς, «διότι ο ελληνικός λαός περιμένει συγκεκριμένες απαντήσεις και περιμένει να μάθει ποιοι ευθύνονται για τον φαύλο κύκλο».
Σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, αφού η πρόταση υπογράφεται από το σύνολο των βουλευτών των κομμάτων της συγκυβέρνησης (δηλαδή εκπληρώνεται ο όρος των 60 υπογράφων, ήτοι του 1/5 του όλου αριθμού των βουλευτών) καθίσταται υποχρεωτικό από το προεδρείο της Βουλής να ανακοινωθεί στην Ολομέλεια, να τυπωθεί, να διανεμηθεί σε όλους τους βουλευτές και να εγγραφεί με απόφαση που θα ληφθεί για τον προγραμματισμό από την Διάσκεψη των Προέδρων στην ημερήσια διάταξη της Ολομέλειας.
Σημειώνεται ότι η Ολομέλεια της Βουλής μπορεί να συνιστά εξεταστικές επιτροπές από μέλη της για την εξέταση ειδικών ζητημάτων δημόσιου ενδιαφέροντος.
Η απόφαση της Ολομέλειας για τη σύσταση της εξεταστικής επιτροπής λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα (2/5) του όλου αριθμού των Βουλευτών (άρα την πλειοψηφία τουλάχιστον 120 βουλευτών). Η ψηφοφορία είναι φανερή.
Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, η Επιτροπή αξιολογεί τις αποδείξεις που συνέλεξε και συντάσσει αιτιολογημένο πόρισμα, στο οποίο καταχωρίζονται και οι γνώμες της τυχόν μειοψηφίας.
Με πρόταση του ενός πέμπτου (1/5) του συνόλου των βουλευτών, το πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη για συζήτηση, που διεξάγεται με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 137.