Στο πλαίσιο του Ελληνογερμανικού φόρουμ, που διοργανώθηκε από τα Συνέδρια Economist, σε συνεργασία με το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, υπό την αιγίδα του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού της Ελλάδας και του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομίας και Ενέργειας της Γερμανίας και με την υποστήριξη του Συνδέσμου Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI), της Ένωσης Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων Γερμανίας (DIHK) και του Enterprise Greece Invest & Trade, τόσο ο κ. Pereira, όσο και ο Υπουργός Οικονομίας, Γιώργος Σταθάκης, αναφέρθηκαν στα όσα έχει μέχρι σήμερα επιτύχει η Ελλάδα, στον τομέα των μεταρρυθμίσεων, ωστόσο ο κ. Pereira επεσήμανε ότι αν και η χώρα κινήθηκε σωστά στο άνοιγμα της αγοράς εργασίας καθώς και για την υλοποίηση δομικών τομών, υπάρχουν συγκεκριμένες καθυστερήσεις στο άνοιγμα των αγορών προϊόντων.
Τις πέντε προϋποθέσεις βάσει των οποίων το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα μπορέσει, μετά την επιτυχή ανακεφαλαιοποίησή του, να στηρίξει την ανάπτυξη της χώρας και να συμβάλλει ουσιαστικά με τη χορήγηση νέων χρηματοδοτήσεων στο επιχειρείν και κυρίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ανέλυσε η Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, Λούκα Κάτσελη, μιλώντας, σήμερα, στο Ελληνογερμανικό Επιχειρηματικό Φόρουμ για την ελληνική καινοτομία και το ρόλο που διαδραματίζουν οι start-up επιχειρήσεις στην επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε αναπτυξιακή τροχιά.
Η πλήρης απελευθέρωση των αγορών θα ενισχύσει κατά 13,5% το ΑΕΠ της Ελλάδας, δήλωσε από την πλευρά του ο Διευθυντής μελετών χωρών - μελών του οικονομικού τμήματος του ΟΟΣΑ, Alvaro Pereira, ενώ ο Έλληνας Υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Σταθάκης, τοποθετούμενος στην ίδια εκδήλωση, που πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο, υπογράμμισε ότι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης σε συνδυασμό με την προώθηση των μεταρρυθμίσεων, θα δώσουν νέα ώθηση στην Ελληνική οικονομία. Με τη σειρά της, η Κοινοβουλευτική Υφυπουργός του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομίας και Ενέργειας της Γερμανίας, Brigitte Zypries, προσδιόρισε τις αγορές, τις οποίες η Γερμανική κυβέρνηση έχει την πρόθεση να στηρίξει στην Ελλάδα.
Αναλυτικότερα, η κα Κατσέλη ανέφερε ως πρώτη προϋπόθεση, ώστε οι τράπεζες να ενισχύσουν την πραγματική οικονομία, την ανάγκη να υπάρξει πολιτική και οικονομική σταθερότητα στη χώρα. «Το τραπεζικό σύστημα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, δεν είναι απομονωμένο από το ευρύτερο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον. Η επιτυχής ολοκλήρωση της πρώτης αναθεώρησης του ελληνικού προγράμματος από πιστωτών είναι η πρώτη βασική παράμετρος για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης και τη μείωση της αβεβαιότητας», επεσήμανε η Λούκα Κάτσελη.
Ως δεύτερη προϋπόθεση προσδιόρισε την εξασφάλιση κλίματος ομαλότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η οποία, όπως είπε, θα ενθαρρύνει την επιστροφή των καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα.
Η πρόεδρος της ΕΕΤ έθεσε επίσης θέμα αποτελεσματικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, και ειδικότερα των εταιρικών χαρτοφυλακίων των τραπεζών, υπογράμμισε τις επενδυτικές ευκαιρίες που θα υπάρξουν εφόσον δημιουργηθούν νέα καινοτόμα εργαλεία χρηματοδότησης ώστε να περιορίσουν το κόστος του χρήματος, ιδίως για τις ΜΜΕ, αναφέρθηκε στις βελτιώσεις που επιχειρούνται στο πλαίσιο της εταιρικής διακυβέρνησης του τραπεζικού συστήματος, ενώ ως τελευταία προϋπόθεση επεσήμανε την ανάγκη που υπάρχει για ένα συνολικό rebranding του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Από την πλευρά του, ο κ. Σταθάκης αφού ανέλυσε τις αλλαγές σε κομβικούς τομείς που προωθήθηκαν τους τελευταίους μήνες στην Ελλάδα, επέμεινε ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι η μόνη που κατάφερε να περάσει τόσες μεταρρυθμίσεις όσες καμία άλλη κυβέρνηση. Σημείωσε, δε, ότι στόχος της είναι μέσα από το μετασχηματισμό της οικονομίας να υπάρξει προσέλκυση μακροπρόθεσμων επενδυτικών σχεδίων κι όχι βραχυπρόθεσμων τοποθετήσεων, καθώς οι τελευταίες αποφέρουν προσωρινά υψηλά κέρδη, αλλά σε μακροπρόθεσμη βάση υπονομεύουν την παραγωγική βάση της εθνικής οικονομίας.
Την πρόθεση του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομίας και Ενέργειας να συνεχίσει και στο μέλλον να υποστηρίζει την Ελλάδα στην προώθηση του τομέα των ΑΠΕ, στη χρηματοδότηση των ΜΜΕ, μέσω του Institution for Growth, αλλά και στην ενίσχυση των εξαγωγών, εξέφρασε κατά τη διάρκεια της ομιλίας της, η Brigitte Zypries, Κοινοβουλευτική Υφυπουργός του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομίας και Ενέργειας της Γερμανίας. Η κα Zypries υποστήριξε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, καθώς μόνο με τις απαραίτητες προσπάθειες, θα μπορέσει να επιστρέψει στην ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και στη δημιουργία θέσεων εργασίας.
«Η χώρα είναι πρωταθλήτρια στις μεταρρυθμίσεις», είπε ο κ. Θεόδωρος Φέσσας, Πρόεδρος του ΣΕΒ, μιλώντας στο Ελληνογερμανικό Φόρουμ, για να διευκρινίσει αμέσως μετά ότι «παρόλα αυτά δεν υπάρχει αποτέλεσμα μια και οι θεσμοί της Ελλάδας είναι αδύναμοι». Κατάθεσε, μάλιστα, στοιχεία που δείχνουν ότι η χώρα παραμένει χαμηλά στους δείκτες ανταγωνιστικότητας διεθνών οργανισμών όπως του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ, ενώ αναφέρθηκε στην αντιαναπτυξιακή διάσταση του φορολογικού συστήματος, αλλά και τις αδικίες που υποθάλπει. «Το 3% των νοικοκυριών να πληρώνουν το 42% των φόρων» τόνισε. Ωστόσο, όπως σημείωσε επικαλούμενος τον διεθνή επενδυτή Prem Watsa, η χώρα έχει τις δυνατότητες και το ανθρώπινο δυναμικό, σε επίπεδο στελεχών, να «απογειωθεί». Επισήμανε τη σημασία υλοποίησης του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων με σταθερότητα και τόνισε ότι τα προηγούμενα χρόνια η απελευθέρωση δύο μονοπωλίων όπως των τηλεπικοινωνιών με την πώληση του ΟΤΕ, αλλά και του ΟΛΠ με την επένδυση της Coscο, αποδεικνύουν ότι οι ιδιωτικοποιήσεις μπορούν να δώσουν ώθηση στην Ελληνική οικονομία.
Ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI), Ulrich Grillo, υπογράμμισε ότι, η προσέλκυση επενδύσεων είναι κομβική για το μέλλον της Ελλάδας, ωστόσο ανέφερε πως μόνο αν οι επενδυτές έχουν εμπιστοσύνη θα τοποθετηθούν στη χώρα. «Στόχοι της πολιτικής είναι να τεθούν οι σωστές συνθήκες πλαισίου. Η Ελλάδα έχει ήδη κάνει πολλά σε επίπεδο μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικής εξυγίανσης, αλλά οφείλει, ακόμα, να πράξει πολλά», είπε και συμπλήρωσε: «Η Ελληνική κυβέρνηση πρέπει να δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την οικονομία, όπως αξιόπιστο δημοσιονομικό και νομοθετικό πλαίσιο, αποτελεσματική διοίκηση, καθώς και θετικές προϋποθέσεις χρηματοδότησης. Μόνο έτσι η οικονομία θα μπορέσει να αναπτυχθεί».
Από την πλευρά του ο Dr. Volker Treier, Αναπληρωτής Γενικός Διιευθυντής της Ένωσης Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων Γερμανίας (DIHK), είπε ότι στην Ελλάδα μένουν ακόμα αρκετά να γίνουν, ενώ παράλληλα αναφέρθηκε στη σπουδαιότητα δημιουργίας ενός σταθερού φορολογικού και νομικού περιβάλλοντος.
Ο Πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, Μιχάλης Μαΐλλης, τόνισε στην ομιλία του ότι για τη χωρά επείγει να επανέλθει σε μια πορεία ανάπτυξης, μετά από επτά χρόνια ύφεσης, γιατί μόνο έτσι θα λυθούν οριστικά τα προβλήματα. Στη συνέχεια ο κ. Μαΐλλης επεσήμανε την ανάγκη άμεσης ολοκλήρωσης της αξιολόγησης και της υλοποίησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. «Προτεραιότητα είναι η προσέλκυση ξένων επενδύσεων και για το σκοπό αυτό θα πρέπει να αρθούν όλα τα γνωστά αντικίνητρα και να δημιουργηθεί επειγόντως ένα φιλικό επενδυτικό κλίμα. Βασική προϋπόθεση και απόλυτη ανάγκη είναι ο εξορθολογισμός της φορολογίας, η οποία πρέπει επιτέλους να είναι δίκαιη, σταθερή και ανταγωνιστική», τόνισε ο κ. Μαΐλλης.
Ο Hubert Cottogni από την ΕΤΕΠ περιέγραψε τα χρηματοδοτικά εργαλεία που προσφέρει ο φορέας στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ώστε να διευκολύνει τη ρευστότητα και να βελτιώσει το επενδυτικό περιβάλλον.
Στη σπουδαιότητα της Ελλάδας ως έναν από τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους της Γερμανίας αναφέρθηκε ο Dr. Benno Bunse, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του Γερμανικού Οργανισμού Προώθησης Επενδύσεων και Εξωτερικού Εμπορίου (GTAI), ενώ παράλληλα τόνισε ότι οι εξαγωγές αποτελούν αναβαθμίσιμο προϊόν. Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, επεσήμανε ότι οι επενδύσεις των ελληνικών επιχειρήσεων δεν ωφελούν μόνο τη Γερμανία, αλλά συμβάλλουν στη διεθνοποίηση, την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
O Βελισσάριος Δότσης, Διευθύνων Σύμβουλος του Enterprise Greece Invest & Trade, τόνισε ότι είναι βαρύνουσας σημασίας η υλοποίηση θεσμικών μεταρρυθμίσεων, έτσι ώστε να απομακρυνθούν τα εμπόδια που ταλανίζουν την επιχειρηματικότητα σήμερα. Παράλληλα αναφέρθηκε σε νέο καθεστώς επενδυτικών κινήτρων και στη δημιουργία μιας νέας αναπτυξιακής τράπεζας, ειδικά για τις ΜΜΕ.
Στα νέα δεδομένα, σε παγκόσμιο επίπεδο, αναφέρθηκε ο Γρηγόρης Στεργιούλης, Διευθύνων Σύμβουλος των ΕΛΠΕ. Όπως είπε «η ανάδειξη της Ασίας ως ισχυρό οικονομικό κέντρο που συγκεντρώνει μεγάλο μέρος διεθνούς πλούτου, δημιουργεί νέες προκλήσεις». Πρόσθεσε δε ότι «το 2020 η Ινδία και η Κίνα θα συνεισφέρουν το 20% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ οι ΗΠΑ το 15%, την ώρα που το 1990 τα αντίστοιχα νούμερα ήταν 8,5% και 22%». Παράλληλα, επεσήμανε ότι «για το 2016 αναδύονται μεγάλα γεωπολιτικά ζητήματα που ξεπερνούν σε σημασία τα οικονομικά» αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «οι κίνδυνοι για τις αγορές προέρχονται κύρια από γεωπολιτικούς παράγοντες κι όχι από οικονομικούς».