Της Δήμητρας Μανιφάβα
Σε θετικό πρόσημο -ακόμη και εάν εξαιρεθούν τα πετρελαιοειδή- επανήλθαν οι εξαγωγές τον Φεβρουάριο, ισοσταθμίζοντας κατά κάποιο τρόπο τις μεγάλες απώλειες του Ιανουαρίου. Ωστόσο, η αύξηση αυτή δεν εφησυχάζει τους εξαγωγείς, καθώς θεωρούν ότι οι συνεχείς αυξομειώσεις αποτελούν μία ακόμη ένδειξη του περιβάλλοντος ολοένα και εντεινόμενης αβεβαιότητας στο οποίο καλούνται να λειτουργήσουν. Σύμφωνα με ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), από τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον μήνα Φεβρουάριο του 2016, προκύπτει μείωση της συνολικής αξίας των εξαγωγών κατά 7% στο 1,9 δισ. ευρώ (από 2,11 δισ. ευρώ τον Φεβρουάριο του 2014). Ωστόσο, εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών καταγράφεται αύξηση κατά 3,7% ή κατά 53,7 εκατ. ευρώ, ισοσκελίζοντας ουσιαστικά τις απώλειες του Ιανουαρίου (-3,9%, ή κατά 54,1 εκατ. ευρώ).
Να σημειωθεί ότι η υποχώρηση της συνολικής αξίας των εξαγωγών του περασμένου Φεβρουαρίου προήλθε κυρίως από τη μείωση των εξαγωγών προς τις Τρίτες Χώρες (15,9%), την ώρα που οι αντίστοιχες εξαγωγές προς τις χώρες της ΕΕ αυξήθηκαν οριακά (0,6%). Οι εξαγωγές προς τις Τρίτες Χώρες μειώθηκαν ακόμη και εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών (3,8%), ωστόσο η μείωση αυτή υπερκαλύφθηκε από την αύξηση των εξαγωγών προς τα κράτη-μέλη της ΕΕ 7,5%, που οδήγησε τελικά σε θετικό πρόσημο τη συνολική αξία των εξαγωγών. Έτσι, οι χώρες – μέλη της ΕΕ απορροφούν το 58,4% των ελληνικών εξαγωγών έναντι 41,6% που απορροφούν οι τρίτες χώρες, ενώ εάν δεν συμπεριληφθούν τα πετρελαιοειδή τα μερίδια είναι 68,8% και 31,2% αντιστοίχως.
Από τις 10 κύριες κατηγορίες προϊόντων, αύξηση εξαγωγών τον Φεβρουάριο του 2016 σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο του 2015, καταγράφεται σε πέντε εξ αυτών, ενώ στις υπόλοιπες πέντε σημειώθηκε μείωση. Συγκεκριμένα, καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με πέρυσι εμφάνισαν οι κλάδοι των τροφίμων (+14,4%), των ποτών/καπνού (+28,2%) και των διάφορων βιομηχανικών προϊόντων (+28,4%). Αντίθετα, οι εξαγωγές πετρελαιοειδών μειώθηκαν κατά 32,2%, οι εξαγωγές πρώτων υλών κατά 23,6% και των βιομηχανικών προϊόντων κατά 5,6%.
Σημαντικές αυξήσεις καταγράφηκαν σε επίπεδο εισαγωγών, τόσο σε συνολική αξία, όσο –κυρίως- εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών. Ειδικότερα, η συνολική αξία των εισαγωγών της χώρας κατά τον περασμένο Φεβρουάριο αυξήθηκε κατά 1,9%, στα 3,55 δισ. ευρώ από 3,49 δισ. ευρώ τον Φεβρουάριο του 2015. Ωστόσο, αν εξαιρεθούν τα πετρελαιοειδή, η αύξηση διαμορφώνεται στα επίπεδα του 13,7% ή κατά 357,2 εκατ. ευρώ (λόγω κυρίως της αύξησης εισαγωγών πλοίων και μηχανημάτων).
Η αύξηση της συνολικής αξίας των εισαγωγών προήλθε κατά κύριο λόγο από τις χώρες της ΕΕ (+2,2%), ωστόσο αύξηση προκύπτει και για τις Τρίτες Χώρες (+1,4%). Εάν εξαιρεθούν, όμως, από τον υπολογισμό τα πετρελαιοειδή, προκύπτει αύξηση στις εισαγωγές από τις Τρίτες Χώρες κατά 37,5% και κατά 3,9% από τις χώρες της ΕΕ.
Ως αποτέλεσμα της μείωσης των συνολικών εξαγωγών και της αύξησης των συνολικών εισαγωγών, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου αυξήθηκε κατά 5,2%, στα 2,8 δισ. ευρώ (από 2,7 δισ. ευρώ τον Φεβρουάριο του 2015). Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, η εικόνα είναι ακόμη χειρότερη, καθώς προκύπτει εκρηκτική αύξηση στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου κατά 339,4 εκατ. ευρώ ή κατά 15,4%.
Σχολιάζοντας την πορεία των εξαγωγών για τον μήνα Φεβρουάριο, η πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων δήλωσε:
«Οι αυξομειώσεις εισαγωγών και εξαγωγών, από μήνα σε μήνα, καταδεικνύουν το περιβάλλον αστάθειας και αβεβαιότητας, τόσο στην ελληνική οικονομία, όσο και σε κρίσιμες αγορές στόχους. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι ανακοινώσεις νέων φορολογικών μέτρων και επιβαρύνσεων των επιχειρήσεων, συνθλίβουν τη ψυχολογία της αγοράς και καταπιέζουν τη δυναμική των εναπομεινάντων υγιών κυττάρων στη χώρα. Κυρίως όμως στερούν τη δυνατότητα εξωστρεφών επιχειρήσεων να προγραμματίσουν και να υλοποιήσουν στρατηγικές διείσδυσης στις διεθνείς αγορές, ως διέξοδο στην καθηλωμένη από την ύφεση και την αποεπένδυση εγχώρια αγορά.
Σήμερα, την ώρα που τα επιτόκια δανεισμού στην ΕΕ υποχωρούν κάτω από το 2%, για τις ελληνικές επιχειρήσεις ισχύουν capital controls, τραγικές ελλείψεις ρευστότητας και πολλαπλάσιο κόστος πρόσβασης σε γραμμές χρηματοδότησης (επιτόκια άνω του 8%), ενώ σε μία περίοδο χαμηλών τιμών καυσίμων, οι παραγωγικές επιχειρήσεις και οι βιομηχανίες επιβαρύνονται με νέα αύξηση, λόγω φόρων, του κόστους ενέργειας, που σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνάει το 50% του λειτουργικού τους κόστους.
Ταυτόχρονα, οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν να αντιμετωπίσουν πολλαπλάσιους φορολογικούς συντελεστές και υψηλότερα επίπεδα ΦΠΑ σε σχέση με γειτονικές και ανταγωνιστικές χώρες, ενώ επωμίζονται αυξημένο γραφειοκρατικό (5-10% του κόστους παραγωγής) και μεταφορικό κόστος (ως και 18% της αξίας των προϊόντων), χωρίς μάλιστα να διασφαλίζεται η ελεύθερη διακίνηση των προϊόντων από και προς την Ελλάδα, ειδικά τους τελευταίους μήνες.
Αν σε αυτό το σκηνικό προστεθεί η αβεβαιότητα και οι αμφιβολίες που προκαλούν τα νέα σενάρια για πιστωτικά γεγονότα, Grexit, Brexit και επιδείνωση του προσφυγικού ζητήματος, καθίσταται σαφές ότι ακόμη και μία θετική έκβαση σε επίπεδο της αξιολόγησης του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής της χώρας από τους θεσμούς, δε θα επαρκεί για την πυροδότηση ενός ενάρετου κύκλου στην οικονομία.
Ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εξαγωγέων, έχει τονίσει επανειλημμένα ότι απαιτείται άμεση ενεργοποίηση όλων εκείνων των δυνάμεων στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, που μπορούν να συμβάλλουν στην εδραίωση της εμπιστοσύνης, στην προσέλκυση και διευκόλυνση επενδύσεων και στην υλοποίηση μίας επιθετικής στρατηγικής για τις εξαγωγές. Σε διαφορετική περίπτωση το «κόστος» της μονομερούς προσαρμογής, μόνο μέσω φόρων και μείωσης δαπανών, θα έχει ανεπανόρθωτες επιπτώσεις για χιλιάδες επιχειρήσεις και θέσεις εργασίες, σημαίνοντας την απεμπόληση των όποιων ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων της χώρας και την προικοδότηση γειτονικών αγορών με ελληνικά κεφάλαια και πρώτες ύλες».