Μια στρέβλωση, που ευνοεί το 0,4% και απειλεί το 25% περίπου των εξαγωγών ελληνικής επιτραπέζιας ελιάς, και η οποία βασίζεται στη νομοθεσία περί ΠΟΠ προιόντων ανέδειξαν οι επαγγελματίες του κλάδου.
Η Διεπαγγελματική Οργάνωσης Επιτραπέζιας Ελιάς, η οποία εκπροσωπεί παραγωγούς και μεταποιητές ενός ισχυρά εξαγωγικού τομέα, επικεντρώθηκε σε χθεσινή ενημερωτική δημοσιογραφική εκδήλωση, στον κίνδυνο απώλειας διεθνών πελατών και αγορών, εξαιτίας της σύγχυσης που δημιουργεί η ονομασία ΠΟΠ για την ελιά Καλαμών.
Η συγκεκριμένη ονομασία αφορά την επιτραπέζια ελιά που παράγεται στη Μεσσηνία, ορίζοντας την προέλευση της και δημιουργήθηκε το 1993. Συγχέεται ωστόσο όπως υποστηρίζουν με το brand Ελιές Καλαμάτας ή Kalamata Olives που αποτελεί μια μη κατοχυρωμένη ωστόσο ισχυρή εμπορικά ονομασία που χρησιμοποιούν εδώ και 80 χρόνια περίπου οι Έλληνες εξαγωγείς.
Αποτέλεσμα αυτής της σύγχυσης είναι – όπως υποστήριξαν οι εκπρόσωποι της ΔΟΕΠΕΛ- να εμποδίζεται η εξαγωγή 50.000 τόνων επιτραπέζιας ελληνικής ελιάς που παράγονται εκτός Μεσσηνίας (περίπου το 25% των εξαγωγών του κλάδου), καθώς δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν την επωνυμία Καλαμάτας.
Εκπρόσωποι της ΔΟΕΠΕΛ, ανέφεραν πως ήδη αντιμετωπίζουν απώλειες πελατών σε Ιταλία, Γαλλία, Σκανδιναβία και διεκδικούν κεντρική νομοθετική ρύθμιση από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης. Αν και δεν τάχθηκαν ευθαρσώς υπέρ της κατάργησης της ονομασίας ΠΟΠ για τις ελιές Καλαμών (αφορά εξαγωγές 200-300 τόνων ετησίως), εν τούτοις ζητούν άμεση διευθέτηση του ζητήματος, προκειμένου να διασώσουν τις πωλήσεις των συγκεκριμένων προιόντων. Σημειώνεται ότι και καλλιεργητικά η συγκεκριμένη ποικιλία ελιάς γνωρίζει ισχυρή ανάπτυξη εκτός Μεσσηνίας, αποτελώντας μια από τις hot αγροτικές καλλιέργειες και σύμφωνα με του εκπροσώπους της ΔΟΕΠΕΛ, υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης της εξαγωγής της.
Ήδη μέσα στην τελευταία δεκαετία οι εξαγωγές ελληνικής επιτραπέζιας ελιάς διαφόρων ποικιλιών και τύπων έχουν διπλασιαστεί, σημειώνουν οι εκπρόσωποι της ΔΟΕΠΕΛ, και ξεπερνούν τους 200.000 τόνους ετησίως, οι οποίοι μεταφράζονται σε τζίρο 450 εκατ.ευρώ. Από τη συνολική εγχώρια παραγωγή το 85% κατευθύνεται σε 100 διεθνείς αγορές παγκοσμίως, καθιστώντας την Ελλάδα τη δεύτερη εξαγωγική δύναμη του συγκεκριμένου προιόντος μετά τους Ισπανούς. Επαγγελματικά ο κλάδος αθροίζει σε ολόκληρη τη χώρα περίπου 60.000 παραγωγούς και 100 μεταποιητικές επιχειρήσεις οι οποίες διακινούν τα προιόντα τους διεθνώς.