Στις προτάσεις του ΔΝΤ για τη μείωση του χρέους αντιδρά ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Suddeutsche Zeitung.
Συγκεκριμένα, ο κ. Σόιμπλε φέρεται να έχει δηλώσει ότι δεν αποδέχεται «πάγωμα» των επιτοκίων για την Ελλάδα και ότι «μ΄ αυτόν (σ.σ. υπουργό) δεν πρόκειται να υπάρξει» μία τέτοια εξέλιξη.
Ο Γερμανός υπουργός έχει τονίσει επανειλημμένα ότι δεν πρόκειται να ζητήσει από το γερμανικό κοινοβούλιο μία «αλλαγή του προγράμματος που με τόσο κόπο είχε συμφωνηθεί το περασμένο καλοκαίρι».
«Ο Σόιμπλε είναι διατεθειμένος απλώς, να προβεί σε μικρότερες αλλαγές, στα πλαίσια του προγράμματος που έχει ήδη συμφωνηθεί» διευκρινίζει η εφημερίδα του Μονάχου.
Ανεξάρτητα πάντως, από την αντιπαράθεση για το χρέος, «οι υπουργοί Οικονομικών θέλουν να ανάψουν το πράσινο φως για την επόμενη δόση προς την Αθήνα στην προσεχή συνάντησή τους στις 24 Μαΐου».
Προϋπόθεση γι’ αυτό παραμένει η ολοκλήρωση της αξιολόγησης, η ίδρυση ενός νέου ταμείου αποκρατικοποιήσεων υπό τον έλεγχο των πιστωτών, καθώς και η θέσπιση του «αυτόματου κόφτη δαπανών» που αφορά μισθούς, συντάξεις και λοιπές δαπάνες στον δημόσιο τομέα, επισημαίνει μεταξύ άλλων, η Süddeutsche Zeitung.
Σημειώνει μάλιστα, ότι το ελληνικό κοινοβούλιο θα πρέπει να εγκρίνει τα σχετικά νομοσχέδια πριν εκταμιευθεί η επόμενη δόση.
Τι προτείνει το ΔΝΤ
Σειρά ρηξικέλευθων προτάσεων για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους κατέθεσε στους Ευρωπαίους εταίρους το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), σύμφωνα με δημοσίευμα της Wall Street Journal, η οποία επικαλείται αξιωματούχους του Ταμείου.
Συγκεκριμένα, το ΔΝΤ πρότεινε την επιμήκυνση της αποπληρωμής των ελληνικών ομολόγων έως το 2080 και τη χορήγηση περιόδου χάριτος έως το 2040.
Παράλληλα, προέκρινε τη σταθεροποίηση του επιτοκίου αποπληρωμής, για τα επόμενα 30 – 40 χρόνια, στα τρέχοντα επίπεδα του 1,5%, μ' όλες τις αποπληρωμές των τόκων να αναβάλλονται έως την ωρίμανση των δανείων.
Οι προτάσεις του ΔΝΤ παρουσιάστηκαν στους Ευρωπαίους εταίρους την προηγούμενη εβδομάδα και σύμφωνα μ’ αυτές, το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους διατηρείται κάτω του 15% του ΑΕΠ.