Σε μια καθημαγμένη οικονομία, η Κυβέρνηση προχωρά στην επιβολή νέων φορολογικών βαρών, σε απαραίτητες υπηρεσίες και είδη πρώτης ανάγκης, που πλήττουν το σύνολο των πολιτών. Η φοροδοτική ικανότητα των επιχειρηματιών, των μισθωτών και των συνταξιούχων, έχει προ πολλού εξαντληθεί.
Η διοίκηση του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας, έχει πολλάκις επισημάνει ότι η τακτική αυτή είναι αδιέξοδη, καθώς το αποτέλεσμά της είναι μόνο η συσσώρευση νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών σε εφορία και ασφαλιστικά ταμεία.
Οι παρεμβάσεις που προωθούνται και κορυφώνονται με την αύξηση του ΦΠΑ και άλλων έμμεσων φόρων και ειδικότερα των ΕΦΚ σε βενζίνη, πετρέλαιο και πετρέλαιο κίνησης όπου προβλέπεται επιβάρυνση πέντε, έξι και οκτώ λεπτών ανά λίτρο αντίστοιχα, αποτελεί «εχθρική» ενέργεια προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με απρόβλεπτες συνέπειες για την συνέχιση της παραγωγικής τους λειτουργίας.
Η νέα αύξηση του ΕΦΚ θα επιβαρύνει την βιομηχανική, παραγωγή, καθώς επίσης και τη διανομή και διάθεση πλήθους καταναλωτικών αγαθών, με άμεσο αποτέλεσμα την αύξηση της τελικής τιμής των προϊόντων, με δυσβάσταχτες επιπτώσεις στα λαϊκά στρώματα και τους αδύναμους.
Πρέπει η Κυβέρνηση αλλά και οι δανειστές, να αντιληφθούν, ότι εκπροσωπούμε κλάδους εξαντλημένους, υπό πολυετή οικονομική επίθεση, ανίκανους να δεχτούν επιπλέον επιβάρυνση και έναν κόσμο αγανακτισμένο, ο οποίος, κάθε φορά που καταφέρνει να επιβιώνει στο τέλος κάθε μήνα, αντί για συνειδητή επιβράβευση, δέχεται «κατά ριπάς» νέα απρόβλεπτα πυρά και προβλήματα, που κάνουν ακόμα πιο δύσκολη την καθημερινότητά του και δραματικά αγωνιώδη την προσπάθειά τους να κρατήσουν τις επιχειρήσεις τους σε λειτουργία.
Το νέο πλέγμα φορολογικών επιβαρύνσεων, είναι βέβαιο ότι θα κάμψει περαιτέρω την ήδη ισχνή εγχώρια κατανάλωση και συνεπώς και τη δραστηριότητα των επιχειρήσεων.
Ουδείς μπορεί να βγει αλώβητος από τη φορολογική καταιγίδα. Ακόμα και οι αμιγώς εξαγωγικές επιχειρήσεις, θα υποστούν σημαντικές συνέπειες αφού η αύξηση των φόρων στα καύσιμα, θα επηρεάσει και την παραγωγή και τη μεταφορά των προϊόντων. Με την αύξηση, από την 1 Ιουνίου, του συντελεστή ΦΠΑ από 23 στο 24%, τη νέα επιβάρυνση μέσω των συντελεστών του ΕΝΦΙΑ, αλλά και την αύξηση στα καύσιμα, στραγγαλίζει την εναπομείνασα επιχειρηματική δραστηριότητα στη χώρα.
Το Β.Ε.Α τονίζει, ότι η νέα φορολογική επιδρομή διαλύει την επιχειρηματικότητα, με τους επιχειρηματίες να αναζητούν λύσεις όπως η την μεταφορά των επιχειρήσεων τους σε γειτονικές χώρες με ευνοϊκότερο φορολογικό περιβάλλον.
Πέρα όμως από τους νέους φόρους που πλήττουν την επιχειρηματικότητα, η κυβέρνηση προχωρά στην επιβολή σειράς νέων φόρων, που επιβαρύνουν την καθημερινότητα όλων των πολιτών, όπως στον καφέ, στην μπύρα, στο ηλεκτρονικό τσιγάρο και απλό τσιγάρο, τέλος διανυκτέρευσης στα ξενοδοχεία-ενοικιαζόμενα δωμάτια, τέλος σταθερής τηλεφωνίας, τέλος στη συνδρομητική τηλεόραση, αλλά και νέες επιβαρύνσεις στα τέλη ταξινόμησης.
Μάλιστα, το πολυνομοσχέδιο φέρνει ανατροπές στον τρόπο φορολόγησης των επενδύσεων, καθώς αυξάνεται η φορολόγηση ενεργητικού για εταιρίες επενδύσεων, αμοιβαία και ΑΕΕΑΠ.
Για άλλη μια φορά, το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο ζητά από την κυβέρνηση να πάρει πίσω τα νέα φορολογικά βάρη και να προχωρήσει στην υιοθέτηση πρωτοβουλιών που θα τονώσουν την αγοραστική δύναμη των πολιτών, μέσω της υγιούς επιχειρηματικότητας. Και ο πλέον αδαής, γνωρίζει ότι είναι αδύνατον να επιτευχθούν οι στόχοι για την είσπραξη έως το 2017 από τον ΦΠΑ επιπλέον 700 εκατ. ευρώ και συνολικά 1,8 δισ. ευρώ έως το 2018.
Χωρίς την άμεση ενίσχυση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων, η αποτυχία της οικονομικής πολιτικής είναι προδιαγεγραμμένη και η καθήλωση της ελληνικής οικονομίας στη στασιμότητα σχεδόν βέβαιη.